«Το τελευταίο θαύμα» είναι η 15η ποιητική συλλογή του Κώστα Λάνταβου, ο οποίος είχε να εκδώσει από το 2018 κάποια ποιητική συλλογή, ενώ το 2020 είχε κυκλοφορήσει συγκεντρωμένο σε έναν τόμο το ποιητικό του έργο με τον τίτλο «Η αγρύπνια εντός μου» (εκδόσεις «Αρμός»). «Το μέγιστο θαύμα» του Κώστα Λάνταβου περιέχει 67 ποιήματα, είναι η μεγαλύτερη σε έκταση συλλογή του και χωρίζεται σε τρεις ενότητες: Φυγάς θέοθεν..., Η πέμπτη εποχή και Ο χρόνος.
Στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν σημειώσεις που επεξηγούν τα δάνεια στοιχεία που χρησιμοποιεί ως διακείμενα ο ποιητής.
Με αφορμή την κυκλοφορία της νέας του ποιητικής συλλογής και των δύο του μεταφράσεων, ο Κώστας Λάνταβος μιλάει σήμερα στην «Ε». Ο Λαρισαίος λογοτέχνης θα τονίσει αναφερόμενος στην ποίησή του ότι: «Η ποίησή μου, από την πρώτη μου συλλογή (Πορεία, 1980), μέχρι την προσφάτως εκδοθείσα, είναι ανθρωποκεντρική.
Αντικείμενό της, δηλαδή, είναι ο Άνθρωπος, ως ουσία, ως σύνθεση, ως σώμα, ως νους και ψυχή. Δηλαδή η ποίησή μου εμπνέεται -κατά κύριο λόγο- από το μεγαλείο, αλλά και από την πτώση του ανθρώπου. Την αφορούν τα μικρά και τα μεγάλα της ζωής του, οι πνευματικές του αναζητήσεις, οι ψυχικές του διεργασίες, οι αγωνίες του για την επίγεια ζωή ή το Επέκεινα (όπως κι αν ορίζεται ή εκλαμβάνεται αυτό), η αναζήτηση ενός προορισμού κι αν όντως αυτός υπάρχει. Ό,τι δηλαδή καίει τον άνθρωπο με νου, λογισμό και ψυχή. Και κυρίως επιμένει η ποίησή μου στους δύο κορυφαίους «σταθμούς» της ζωής, όπως είναι ο Έρωτας και ο Θάνατος. Οι πιο πολλοί κριτικοί και συνοδοιπόροι στην ποίηση, έχουν πει ότι η ποίησή μου είναι κυρίως υπαρξιακή και ερωτική. Δεν το αρνούμαι και θα πρόσθετα πως είναι και μια ποίηση εσωτερικής (του εαυτού μου εννοώ) αναζήτησης και μια «προσπάθεια» εντέλει αυτογνωσίας. Κι αυτό φαίνεται νομίζω στην υπό συζήτηση ποιητική μου συλλογή «Το μέγιστο θαύμα»» θα σημειώσει ο Κώστας Λάνταβος.
Μιλώντας ειδικότερα για τη νέα του συλλογή, θα αναφέρει ότι: «Νομίζω ο εξοικειωμένος με την ποίηση (και ειδικότερα με τη δική μου) αναγνώστης θα παρατηρήσει τον πολυετή αγώνα του ποιητή «να καταλήξει κάπου», να σκιαγραφήσει το εσωτερικό του πορτραίτο, ας το πούμε έτσι, να δεχτεί ή να απορρίψει, και όλα αυτά με δεδομένη την αποδοχή της ουσίας (υλικής και μη) του ανθρώπου.
Ο ποιητής πρωτίστως, ο κάθε ποιητής οφείλει να αποδέχεται τον Άνθρωπο ως έχει, με κατανόηση πρωτίστως, με επιείκεια και συμπόνια, αναγνωρίζοντας το ατελές της φύσεως του ανθρώπου. Και αυτή η αποδοχή εκφράζεται από τον ποιητή ήδη με τον τίτλο της συλλογής: Το μέγιστο θαύμα. Καθώς το μέγιστο θαύμα, σύμφωνα με τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, είναι ο Άνθρωπος. Ο ποιητής, δηλαδή, αρχίζει θαυμάζοντας ευθέως και ανυπόκριτα τον άνθρωπο ως το μέγιστο των θαυμάτων. Υπεράνω, δηλαδή, όλων των θαυμάτων μέσα στη Φύση. Και ο άνθρωπος είναι το πιο θαυμαστό ον μέσα στη Φύση, μέρος της φύσης κι αυτός.
Θα μπορούσε κανείς να δει τη συλλογή μου αυτή, σε μια δεύτερη ανάγνωση, και ως έναν, μέχρι τώρα, απολογισμό ζωής, απολογισμό μάλλον ζωής και ποιητικής πορείας. Απολογισμός είτε υπάρξει είτε όχι επόμενη συλλογή. Ίσως ο ποιητής ήθελε να «τακτοποιήσει» κάποιους λογαριασμούς, προς τα μέσα και προς τα έξω, αν υποθέσει κάποιος ότι εντέλει είναι εφικτή οποιαδήποτε τακτοποίηση, καθώς μού φαίνεται «φεύγουμε» όλοι μας απροετοίμαστοι και λειψοί».
ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ
Για τον Οιδίποδα, αλλά και τη μετάφρασή του ο κ. Λάνταβος σημειώνει ότι: «Για τον Οιδίποδα, σκέφτομαι ακόμα: Κατά πόσον η εν γένει στάση του είναι αλαζονική. Σε πρώτη ανάγνωση, θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε αλαζόνα από τη συμπεριφορά που δείχνει απέναντι στον Τειρεσία και στη συνέχεια στον Κρέοντα, τους οποίους κατηγορεί ευθέως και χωρίς να κομίζει αποδείξεις. Και το κάνει αυτό αυθαίρετα, ως ισχυρός, με τη δύναμη που του δίνει το βασιλικό του αξίωμα. Βεβαίως, η ολέθρια αποκάλυψη της αλήθειας τον συντρίβει και τον προσγειώνει έως βαθμού ολοκληρωτικής ταπείνωσης.
Σε δεύτερη ανάγνωση, περισσότερο αλαζονική (που συνιστά ίσως και ύβριν) μου φαίνεται η ενσυνείδητη απόπειρα του ήρωα να προλάβει ή και να ματαιώσει την εκπλήρωση του χρησμού. Γι’ αυτό, άλλωστε, μόλις έμαθε τον χρησμό, έφυγε από την Κόρινθο και πήρε τον δρόμο για τη Θήβα. Σ’ αυτή την περίπτωση ο Οιδίπους παρεμβαίνει στο έργο των θεών, όχι ερμηνεύοντας το σενάριο-βούληση της υπέρτατης δύναμης, αλλά επιχειρώντας να το τροποποιήσει ή και να το υπονομεύσει πλήρως. Ο συλλογισμός αυτός με οδηγεί σε μιαν άλλη υπόθεση: Πως ο Οιδίπους, κατά βάθος, γνωρίζει ότι εντέλει δεν μπορεί να εναντιωθεί στη βούληση των θεών και συνειδητά χρωματίζει με τις δικές του πράξεις αυτό που προορίζεται άνωθεν να συμβεί. Ο θνητός, δηλαδή, έχει ελεύθερη βούληση να οργανώσει τη ζωή του και να της δώσει διάφορες κατευθύνσεις, σε καμία, όμως, περίπτωση δεν του επιτρέπεται να αιφνιδιάσει ή να ματαιώσει ειλημμένες των θεών αποφάσεις».
ΜΗΔΕΙΑ
Για τη Μήδεια σημειώνει πως: «Αυτό που κατανοεί, σχεδόν εύκολα ο κοινός θεατής, είναι πως η σύγκρουση Μήδειας και Ιάσονα εκφράζει ουσιαστικά την αρχετυπική αντίθεση μεταξύ αρσενικού και θηλυκού. Από τη μια η Μήδεια υπερασπίζεται τον ιερό θεσμό του γάμου, επικυρωμένου με όρκους αιώνιας πίστης, και από την άλλη ο προδότης Ιάσων, που εμφανίζεται υπολογιστής, συμφεροντολόγος, ωφελιμιστής, αλλά και ορθολογιστής καθώς έχασε το βασίλειό του και με τον νέο του γάμο προσβλέπει να κερδίσει έναν καινούργιο θρόνο και βασίλειο. Αρπάζει την ευκαιρία να ξαναφτιάξει τη ζωή του, να έχει μια δεύτερη ευκαιρία, αδιαφορώντας για τον πόνο που προξενεί στη γυναίκα στην οποία οφείλει το πρώτο και ηρωικό σκέλος της ζωής του.
Η επιτυχία της αργοναυτικής εκστρατείας ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου έργο της Μήδειας. Ακόμη και η ανάρρησή του στον θρόνο της Ιωλκού. Η ψυχρή επιλογή του Ιάσονα αποτελεί την επιτομή της αχαριστίας. Και η Μήδεια ασφαλώς δεν υπερασπίζει απλώς τον γάμο, ως κοινωνικό θεσμό. Σκέφτεται συνάμα, πέρα από την απόρριψή της ως γυναίκας -και κατανοούμε τι μαρτυρική πληγή συνιστά μια τέτοια απόρριψη- αναλογίζεται λοιπόν και το ανύπαρκτο μέλλον που την περιμένει».