Συνέντευξη στον Θανάση Αραμπατζή
• Σας έκανε σοφότερο η επαφή με τον Σάββα Σαββόπουλο; Είστε ένας εν δυνάμει ψυχαναλυτής;
- Όχι, δεν είμαι (σ.σ. γέλια). Θα μπορούσα να πω ότι προσπάθησα να γίνω ένας εν δυνάμει ψυχαναλυτής του εαυτού μου, γιατί φοβάμαι πάρα πολύ ακόμη και τώρα να κάνω ψυχανάλυση. Στην ψυχανάλυση λένε ότι σκάβεις πολύ βαθιά κι εγώ φοβάμαι, γιατί όταν σκάβεις βαθιά εκτός από μαργαριτάρια βρίσκεις και ναυάγια. Μ’ αυτήν τη μεγάλη συζήτηση με τον Σάββα Σαββόπουλο προσπαθούσα να ξορκίσω αυτόν τον φόβο και την πολύ έντονη ενδοσκόπηση, αλλά τελικά συζητώντας τόσο πολύ με τον γιατρό έπιασα τον εαυτό μου να παίρνει πράγματα απ’ αυτά που συζητούσαμε και να τα μοντάρω στον εαυτό μου κι έτσι θα μπορούσα κατά κάποιον τρόπο να πω -αν και δεν είναι επιστημονικά σωστό, ούτε ο γιατρός το δέχεται- ότι έκανα έστω ένα είδος ψυχανάλυσης. Κατάφερα να αναλύσω, δηλαδή, κάποια πράγματα από το παρελθόν μου, να τα εξηγήσω και να συμφιλιωθώ μαζί τους.
• Ως επαγγελματίας... γραφιάς, το γράψιμο δεν είναι κι αυτό ένα είδος ψυχανάλυσης;
- Εξαρτάται από το τι γράφεις. Αν, δηλαδή, γράφεις κάτι που μπορεί να πατάει πάνω σε προσωπικά βιώματα ή συναισθήματα, ασφαλώς βγάζεις αυτό που έχεις μέσα σου, αν όμως δεν αφορά κάτι πολύ προσωπικό και αφορά την τρέχουσα δουλειά, τη δημοσιογραφία, την επικαιρότητα, νομίζω ότι γίνεται πια κάτι πολύ συμβατικό ή έτσι το καταλαβαίνω εγώ τουλάχιστον.
• Ράδιο, εφημερίδα, σάιτ... Ποιο προτιμάτε;
- Εξαρτάται από την περίσταση. Αν μου έλεγαν να κρατήσω ένα από τα μέσα που εργάζομαι, θα κρατούσα το ραδιόφωνο. Στο ραδιόφωνο αναγκαστικά -ειδικά στο είδος της εκπομπής που κάνω εγώ- είσαι ο εαυτός σου, οπότε βγαίνει πιο εύκολα η δουλειά και βοηθάει περισσότερο την επαφή και την αμεσότητα με τον κόσμο. Και το ραδιόφωνο έχει τη δυσκολία του, είναι πάρα πολύ εύκολο να εκτεθείς, να πεις πράγματα που δεν πρέπει, να τσαλακωθείς περισσότερο απ’ όσο πρέπει και φυσικά να πετάξεις κάποιες βλακείες για τις οποίες μετά θα μετανιώσεις. Είναι το πιο άμεσο μέσο και νομίζω πως είναι και το πιο ξεκούραστο, ίσως γι’ αυτό να το αγαπάω και περισσότερο. Όλοι μας, όπως κι εσύ φαντάζομαι, ένας από τους λόγους που γίναμε δημοσιογράφοι είναι ότι είμαστε «ψιλοτεμπέληδες» (σ.σ. γέλια).
• Υπηρετείτε επί χρόνια τον έντυπο Τύπο, δημοσιογραφείτε, άλλωστε, στο Βήμα και στα Νέα, ποιος (πρέπει να) είναι ο ρόλος του στην εποχή των megadata, του συνεχούς «βομβαρδισμού» με πληροφορίες;
-Πιο παλιά πιστεύαμε ότι ο έντυπος Τύπος δεν πρόκειται ποτέ να υπονομευτεί από τον ηλεκτρονικό, αφού δεν μπορούσες να πας με το κομπιούτερ στην τουαλέτα. Τώρα μπορείς να πας με το κινητό, οπότε κι αυτό έχει υπονομευτεί. Ο έντυπος Τύπος έχει μέλλον και χρησιμότητα σε δύο πράγματα: το ένα είναι να έχει μια βαθιά ανάλυση των γεγονότων με μια πολύ πιο ψύχραιμη γωνία και πολύ πιο συστηματική καταγραφή των πραγμάτων, πράγμα που είναι πολύ δύσκολο να γίνει στην Ελλάδα με τους προϋπολογισμούς που υπάρχουν. Και η δεύτερη λειτουργία του όσο κι αν φαίνεται περίεργο είναι κατά κάποιον τρόπο να διασκεδάσει τον αναγνώστη, να διαβάσει κάτι έξυπνο. Να έχει, δηλαδή, μια ψυχαγωγική εμπειρία, κι εγώ αυτό προσπαθώ να υπηρετήσω με συνέπεια. Όταν γράφω στις εφημερίδες, αισθάνομαι ότι δεν έχω να πω κάτι στον αναγνώστη που θα πει «ουάου, τι μου είπε τώρα αυτός, δεν το είχα σκεφτεί». Γι’ αυτό προσπαθώ καμιά φορά να του «σερβίρω» μερικές εξυπνάδες μαζί με άποψη, γιατί πρέπει και λίγο να διασκεδάσει.
• Έρχεστε σήμερα σε μια πόλη που δοκιμάστηκε πολύ έντονα τον τελευταίο καιρό...
- Κι άλλο κακό να μη μας βρει... Έβλεπα τις εικόνες και πραγματικά προσπαθούσα να βάλω τον εαυτό μου στη θέση αυτών των ανθρώπων και δεν μπορούσα να το κάνω. Είναι απίστευτο να βλέπεις να καταστρέφεται το σπίτι σου, η περιουσία σου, τα ζώα σου, η σοδειά σου. Νομίζω πως αν είχε συμβεί σ’ εμένα αυτό, θα είχα αντιδράσει με πολύ περισσότερο θυμό. Πραγματικά μου έκανε εντύπωση πώς ο κόσμος στη Θεσσαλία έχει αντιμετωπίσει όλο αυτό με μια στωικότητα, περίπου σαν να είναι ένα κακό της μοίρας του, αλλά θα πεις, από την άλλη, τι θα μπορούσαν να κάνουν οι άνθρωποι; Μ’ έχει εντυπωσιάσει ότι τόσο γρήγορα δεν ακούμε τίποτα από εκεί, και ότι ο κόσμος προσπαθεί να ξαναβρεί τους ρυθμούς του και τη ζωή του χωρίς να εκδηλώνει τόσο έντονη οργή, εκτός κι αν αυτό συμβαίνει, αλλά δεν το βλέπουμε εμείς που δεν ζούμε εκεί.