Βιβλίο σύνδεσης λογοτεχνίας και δημόσιας ιστορίας χαρακτηρίστηκε το βιβλίο του δημοσιογράφου Νίκου Βατόπουλου «Ένα παιδί μεγαλώνει στην Αθήνα: 1934-1944», που παρουσιάστηκε χθες το απόγευμα στη Λογοτεχνική Γωνία της Λάρισας. Ο αντιδήμαρχος Πολιτισμού Πάνος Σάπκας ευχαρίστησε τον Νίκο Βατόπουλο για ό,τι έχει κάνει για την πόλη, την κάθε πόλη και τον πολιτισμό της, ως δημοσιογράφος, συγγραφέας, φωτογράφος και σημείωσε, επίσης, ότι: «Δεν υπάρχει πιο σίγουρος δρόμος από τον πολιτισμό και την ιστορία μας. Αυτήν την αρχή υπηρετεί ο αγαπητός Νίκος, από διάφορα μετερίζια, τη δημοσιογραφία, τη συγγραφή, τη ζωή. Με βαθιά την αγάπη για τη γλώσσα, την παιδεία, τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και την Αθήνα. Την οποία έχει περπατήσει και έχει γράψει για δρόμους της, τις κατοικίες της, τις αθέατες πλευρές της. Και μετά περπάτησε κι άλλες πόλεις. Μεταξύ των οποίων και τη δική μας. Η μεγάλη αγάπη για τις ελληνικές πόλεις είναι κεντρική θεώρησή του για τον κόσμο, το αύριο, την Ιστορία και τους ανθρώπους που έζησαν, ζουν και θα ζήσουν, λέει ο ίδιος».
«Με αφορμή το ημερολόγιο του πατέρα του, ο Νίκος Βατόπουλος δημιουργεί ένα διπλό παράλληλο αφήγημα: Ένα για την Αθήνα της Κατοχής και ένα δεύτερο για το τοπίο της παιδικής και εφηβικής ηλικίας εκείνης της εποχής. Και όπως δηλώνεται στην τελευταία παράγραφο, στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, με την Αθήνα πρωταγωνίστρια, το ημερολόγιο αυτό είναι ένα από τα σπάνια γραπτά τεκμήρια γραμμένα από παιδί ή έφηβο στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘40. Δίνει το έναυσμα για σύγκριση, μελέτη, αναστοχασμό» ανέφερε ο ποιητής Κώστας Λάνταβος. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στο γεγονός ότι σημαντικότατο μέρος στο βιβλίο του καταλαμβάνει η παραστατική και ολοζώντανη περιγραφή των λαϊκών και των μικροαστικών γειτονιών της Αθήνας.
«Σε δύο ή τρία δωμάτια, λέει ο συγγραφέας, συνωστίζονταν πέντε, επτά ή και εννιά άτομα, συγγενικά βέβαια. Ο Νίκος Βατόπουλος αναφέρει αρκετές λεπτομέρειες για τα μονώροφα σπίτια. Οι μεγαλύτεροι θα θυμούνται το μικροαστικό σπίτι με τη σαλονοτραπεζαρία, το ένα υπνοδωμάτιο, την κουζίνα και το περίφημο αντρέ, που, θυμάμαι, όλοι γοητεύονταν να το προφέρουν, αλλά δεν ήξεραν τι σημαίνει, ούτε σχολίαζαν την προέλευσή του. Τότε ήταν, αρχές της δεκαετίας του ‘60 που η τουαλέτα αποχαιρέτησε την αυλή και πήρε θριαμβευτικά τη θέση της μέσα στο σπίτι. Και θρονιάστηκε εκεί οριστικά. Ακόμα, μας θυμίζει ο συγγραφέας τη σόμπα που άναβε μόνο σε ένα δωμάτιο, στο οποίο μαζεύονταν όλη η οικογένεια για να ζεσταθεί και πώς όσοι μετά θα έπρεπε να πάνε στα διπλανά δωμάτια για ύπνο τουρτούριζαν από το κρύο. Και βέβαια υπήρχε και η αυλή. Αυτές οι αυλές υπήρξαν πρωταγωνίστριες στη ζωή της Αθήνας, παρατηρεί ο Νίκος. Επίσης, και σχεδόν πάντοτε υπήρχε δίπλα μια αλάνα ή ένα οικόπεδο για ξεδίνει, παίζοντας, η πιτσιρικαρία… Και όπως θαυμάσια το τονίζει, η ζωή κυλούσε «με έναν ρυθμό απλό, με έναν ρυθμό συχνά βαρετό και προβλέψιμο, οπωσδήποτε, όμως, με έναν ρυθμό που είχε αρμονία με την κλίμακα της γειτονιάς. Και η γειτονιά ήταν οι άνθρωποι, οι οικογένειες, τα παιδιά στον δρόμο, οι μοναχικοί, τα μάτια που έβλεπαν τα πάντα και σχολίαζαν ακόμα περισσότερα. Τις γειτονιές αυτές της Αθήνας και άλλων πόλεων της ελληνικής επικράτειας ο συγγραφέας τις χαρακτηρίζει, τις προσμετρά ως θερμοκήπια αισθημάτων. Και πιο αναλυτικά, γράφει: Ήταν μια βάση, αλλά και ένα εργαστήρι ζυμώσεων, εργαστήρια πολιτικής συνείδησης, κοινωνικών συμμαχιών, ερωτικών ανταγωνισμών και μιας διαρκούς ενηλικίωσης».
Η συγγραφέας Χρύσα Μαστοροδήμου χαρακτήρισε το βιβλίο δοκίμιο περί γραφής, ένα βιβλίο άμεσο, κατανοητό που προσφέρεται για πολλαπλές, πολυεπίπεδες αναγνώσεις. «Η σύλληψη του πατέρα ως μυθιστορηματικού ήρωα, μέσα από το σύντομο ημερολόγιό του, είναι εξαιρετική, καθώς χρησιμοποιείται επιδέξια από τον συγγραφέα ως το μέσο για να αποτυπώσει τις σκέψεις του για τη γραφή ως δημόσιο λόγο, να φέρει εικόνες και βιώματα μιας άλλης εποχής και μια άλλης Αθηνάς, όχι όμως με εκείνη τη γραφική νοσταλγία που έχουμε συνηθίσει από άλλες γραφές, αλλά ως καταγραφή, ως ιστορικό στοιχείο. Ένα τέτοιο βιβλίο σύνδεσης λογοτεχνίας και δημόσιας ιστορίας είναι και το βιβλίο του κ. Βατόπουλου.
Με πλεούμενο, λοιπόν, το ημερολόγιο του πατέρα του και χρησιμοποιώντας το ως αρχέτυπο, ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να αποτυπώσει και να καταγράψει από την αρχιτεκτονική των σπιτιών, τις καθημερινές συνήθειες, πολιτιστικά στοιχεία, αθλητικά σωματεία, σχολεία, γειτονιές μέχρι και φιλίες με έναν λόγο άμεσο, γοητευτικό, λιτό και συνάμα ουσιαστικό και μεστό, κατεξοχήν στοιχείο ενός έμπειρου και εμπνευσμένου λογοτέχνη. Τελικά, ο συγγραφέας μέσα από αυτήν τη διαδρομή στο χθες θα καταλήξει στην Αθήνα του σήμερα, που δείχνει να τον θλίβει, καθώς υπάρχει μια εικονοποιία μέτρια ως κακή, ενώ στο τέλος της αφήγησης στέκεται η ιδανική Αθήνα που οραματίζεται ο ίδιος, αλλά και η πλειοψηφία των πολιτών της. Η Αθήνα ως μήτρα αφηγήσεων, μέσα από αυτήν τη γοητευτική προσέγγιση του παρελθόντος σε μια αναπόφευκτη αντιδιαστολή με το παρόν, ο συγγραφέας μας προσφέρει μια ουσιαστική παρακαταθήκη και τροφή για περαιτέρω έρευνα και σκέψη και αυτό είναι εν τέλει που καθιστά ένα βιβλίο πραγματικά ξεχωριστό» σημείωσε, μεταξύ άλλων. Στο τέλος, ο ίδιος ο συγγραφέας είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με τους αναγνώστες και να υπογράψει αντίτυπα του βιβλίου του.