του Παρθενώνα είναι δύσκολη αλλά όχι αδύνατη. Απαιτείται καθορισμός αρχών και πλαισίου, επίγνωση της κόκκινης γραμμής και προσήλωση στον εθνικό στόχο». Αυτό τόνισε στη Βουλή η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, απαντώντας σε σχετική επίκαιρη ερώτηση του βουλευτή του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ Δημήτρη Κωνσταντόπουλου ο οποίος υπογράμμισε ότι «η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να πορευτεί με πλήρη διαφάνεια και σύνεση σε αυτό το κρίσιμο εθνικό πολιτιστικό θέμα στο οποίο δεν χωρούν μικροκοπολιτικές κορώνες, μεμψιμοιρίες και σκοπιμότητες, ούτε εργαλειοποίησή του, αλλά όλοι πρέπει να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων που επιβάλλει η ιστορική συγκυρία».
«Η θέση μας ήταν και παραμένει εθνική, ομόφωνη, ομόθυμη, αμετάβλητη και σαφής. Δεν αναγνωρίζουμε δικαίωμα κυριότητας νομής και κατοχής επί των Γλυπτών στο Βρετανικό Μουσείο καθώς αποτελούν προϊόν κλοπής. Τίποτα δεν έχει αλλάξει από τη θέση μας αυτή. Η Ελλάδα υποχρεούται συνταγματικά και νομιμοποιείται ηθικά να αξιώνει και να επιδιώκει με κάθε νόμιμο και πρόσφορο μέσο την οριστική, μόνιμη και αμετάκλητη επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα προς επανόρθωση του δικαίου και της ηθικής τάξης και κυρίως προς αποκατάσταση της ακεραιότητας του μνημείου», επισήμανε η υπουργός Πολιτισμού και προσέθεσε: «Η κυβέρνηση εργάζεται από την αρχή συστηματικά, υπεύθυνα, αποτελεσματικά, για την επίτευξη του εθνικού στόχου, δηλαδή της επιστροφής και επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα και στο Μουσείο της Ακρόπολης. Η κυβέρνηση διαθέτει στρατηγική. Στρατηγική διαπραγμάτευση που δημοσιοποιείται παύει να είναι στρατηγική. Αξιοποιούμε κάθε μέσο. Αξιοποιούμε τον διάλογο και την πολιτιστική διπλωματία. Τη συστηματική ενημέρωση της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας για το δίκαιο του αιτήματός μας για την κατάρριψη των βρετανικών θέσεων -τα περισσότερα δε επιχειρήματα του Ηνωμένου Βασιλείου έχουν ούτως ή άλλως καταρριφθεί με ειλικρίνεια, σαφήνεια και δυνατή επιχειρηματολογία. Το Βρετανικό Μουσείο δεν εξαιρείται». Στη συνέχεια, η κυρία Μενδώνη μίλησε για «καθαρά και χειροπιαστά αποτελέσματα της πολιτικής της κυβέρνησης», σημειώνοντας ότι «η βίαιη απόσπαση των Γλυπτών και η απομάκρυνσή τους από το φυσικό τους περιβάλλον και το ενιαιολογικό τους περιεχόμενο αντιβαίνει στους ισχύοντες νόμους, το κοινό περί δικαίου αίσθημα, ενώ αντίκειται στο εθνικό και διεθνές δίκαιο, στις διεθνείς συμφωνίες και συμβάσεις στις κοινώς αποδεκτές αρχές για την προστασία και διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς».