Της Λένας Κισσάβου
«Ενας καλλιτέχνης-ζωγράφος, δεν γνωρίζει ποια είναι τα θέματα που συγκινούν τον θεατή. Δημιουργώ με πηγή έμπνευσής μου τον άνθρωπο, τη λύπη του, τη χαρά του... Στον καμβά θέλω να αποδώσω τα συναισθήματά του, τη ζωή του...» τονίζει στην «Ε» ο ζωγράφος-πολιτικός μηχανικός, Στέφανος Λαζαρόπουλος, που επανέρχεται στα εικαστικά δρώμενα της Λάρισας με τη νέα του δουλειά, μεθαύριο Τρίτη 11 Οκτωβρίου, στο «Χατζηγιάννειο» Πνευματικό Κέντρο. Ο Στέφανος Λαζαρόπουλος, είναι από τους καλλιτέχνες που έτυχαν μεγάλης αποδοχής από την πρώτη τους εμφάνιση στο φιλότεχνο κοινό, και συγκεκριμένα από την πρώτη του έκθεση το 1994 στη Λάρισα, όπου τα έργα του έγιναν ανάρπαστα και πουλήθηκαν όλα.
Μέχρι σήμερα συνεχίζει να βρίσκει την ίδια ανταπόκριση, στις δημιουργίες του, οι οποίες αποτελούν γι’ αυτόν κατάθεση ψυχής.
Μιλά στην «Ε» για τη νέα του δουλειά, για τα χαρακτηριστικά που τη διακρίνουν και φυσικά για την έμπνευση των θεμάτων της με τίτλο «Η αθωότητα στο φως».
Με τη σεμνότητα που τον διακρίνει απέναντι στους ανθρώπους, μας λέει: «Κυρία Κισσάβου, πριν από όλα θέλω να σας ευχαριστήσω από τα βάθη της καρδιάς μου, γιατί έναν άνθρωπο που μέχρι να τελειώσει τις σπουδές του δεν είχε καμία επαφή με την πόλη που ζει σαράντα χρόνια τώρα, τον τιμά να αφιερώσετε κάποιες γραμμές σε φύλλο της εφημερίδας σας. Ξέρετε καλύτερα από εμένα ότι πολλές φορές, μιλώντας κάποιος για τον εαυτό του, ισορροπεί ανάμεσα στο πραγματικό γεγονός και στο ‘’εγώ’’ στοιχείο που αντιπαθώ. Να σας θυμίσω ότι τα πρώτα χρόνια που ήρθα στη Λάρισα, οι φίλοι μου έμαθαν πολύ αργότερα ότι έχω και μια άλλη ενασχόληση εκτός από αυτή του μηχανικού. Ο λόγος που υπήρξε μεγάλο χρονικό κενό για να παρουσιάσω νέα μου δουλειά, είναι ο κορονοϊός και κυρίως ότι θέλησα να σταματήσω να ‘’κουράζω’’ το Λαρισαϊκό κοινό με απανωτές εκθέσεις που στον ενδιάμεσο χρόνο η πνευματική ωρίμανση δεν ήταν τόσο ικανή να δώσει αποτέλεσμα στα έργα που να έχει κάτι διαφορετικό. Η ‘’πηγή’’ της έμπνευσής μου, άθελά μου ή ηθελημένα, ήταν πάντα τα παιδικά μου χρόνια και οι εικόνες που συναντούσα στον δρόμο οι οποίες με έναν παράξενο τρόπο με οδηγούσαν και αυτές σε θέματα με επίκεντρο τον άνθρωπο, πολλές φορές τον «περιθωριακό» άνθρωπο.
Ήθελα να αποδώσω με το πινέλο μου, σαν να είναι «νυστέρι», την ψυχική του κατάσταση, τη λύπη του, τη χαρά του, τον προβληματισμό του, τη ζωή του..., μέσα σε καθημερινές του στιγμές. Γενικά πίστευα ότι χρωστάω πολλά, ακόμα και για την εξέλιξή μου, στον άνθρωπο και ειδικά στα παιδιά, που αθώα ακόμη δεν πρόλαβαν να τα επηρεάσουν «ελαττώματα».
Όσον αφορά στους υποστηρικτές μου, όπως είπατε, ο καλλιτέχνης δεν γνωρίζει ποια είναι τα θέματα που συγκινούν τον θεατή. Εγώ βάδιζα με βάση αυτό που με ‘’έσπρωχνε’’ να βγει από μέσα μου και θεωρούσα χρέος μου, με βάση την πορεία που ακολούθησα στη ζωή μου, αυτές τις εικόνες να καταγράψω. Η αγωνία μου ήταν πάντα να ‘’πετυχαίνω’’ την έκφραση που ήθελα να δώσω. Είναι φανερό ότι όλοι οι άνθρωποι, όποια ζωή και αν έχουν, ταυτίζονται με το έργο που τους «αγγίζει» και τους προσφέρει κάτι… Να σας πω, ότι τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση στους ανθρώπους του μόχθου και της δουλειάς.
Για να πάρω τα πρώτα μολύβια και χρώματα, σε ηλικία έντεκα χρόνων, έψαχνα κάποια μεροκάματα λόγω έλλειψης χρημάτων.
Θα βρίσκομαι πάντα στο σημείο ότι δεν έχω πετύχει το μέγιστο δυνατό και συνεχίζω να δουλεύω, να μελετώ για να κερδίσω το ανώτερο που μπορώ».
Αν και το επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού τον κέρδισε στη ζωή του, η ζωγραφική αποτελούσε πάντα ένα πάθος που δεν εγκατέλειψε ποτέ και αναφέρει γι’ αυτό:
«Είμαι τυχερός που κατόρθωσα να συνδυάσω τις δύο αγάπες μου, οι οποίες υπήρχαν πάντα παράλληλα. Πριν δώσω εξετάσεις στο Πολυτεχνείο, ήδη είχε προηγηθεί (στα δεκαέξι μου χρόνια) μια έκθεση μου ζωγραφικής. Μολονότι θυμάμαι ήταν ένα μοναδικό γεγονός εκείνη την εποχή, δεν ‘’πήραν’’ τα μυαλά μου αέρα ώστε να εγκαταλείψω τον στόχο μου για είσοδο στο Πολυτεχνείο.
Η ελευθερία που διακρίνει έναν καλλιτέχνη και η πρακτικότητα που διακρίνει έναν μηχανικό ‘’βάδισαν’’ χέρι-χέρι. Ευχαριστώ τον Θεό που μου δίνει υγεία, να σήμερα μπορώ να αφοσιωθώ εξ ολοκλήρου στη ζωγραφική. Για μένα είναι η βραδινή σκέψη για το αύριο, είναι γυναίκα, ερωμένη, η συντροφιά μου, ο στόχος μου, το φως στις δύσκολες στιγμές μου».
Και καταλήγει: «Θέλω να ευχαριστήσω όλους εκείνους που βοήθησαν στις εκθέσεις μου για το καλύτερο αποτέλεσμα. Θερμά ευχαριστήρια και στο φιλότεχνο κοινό της πόλης της Λάρισας, που κάθε φορά τιμά με την παρουσία του τις εκθέσεις μου και στην εφημερίδα «Ελευθερία», η οποία στηρίζει και προβάλλει τον πολιτισμό και τις τέχνες στην πόλη και όχι μόνο».