Η πρόσκληση-πρόκληση αφορά εννιά σύγχρονες Λαρισαίες εικαστικούς που κλήθηκαν να δημιουργήσουν έναν αιώνα μετά, τις δικές τους «Μαργαρίτες».
Το μεγάλο ενδιαφέρον στην έκθεση έγκειται στο ότι και οι εννιά δημιουργοί απομακρύνονται από τον παραδοσιακό καμβά ζωγραφικής, παρουσιάζουν πρωτότυπα γλυπτά, βίντεο ή κατασκευές με μικτή τεχνική και υλικά, σεβόμενες τις αρχές του ιμπρεσιονισμού: έντονο κίτρινο, ασάφεια περιγραμμάτων, απουσία του μαύρου. Ένα εννοιολογικό ταξίδι εντυπώσεων, οδυνηρών διαπιστώσεων, ξετυλίγεται στα μάτια μας.
Κι αν οι «Μαργαρίτες» της Καραβία αποτελούν ένα μπουκέτο λουλούδια, από-κομμένα από τη φύση τους, πιασμένα στο βάζο, στο τραπεζομάντηλο της τάξης και της σταθερότητας, φέρουν όλα τους τα πέταλα. Προβάλλουν το ζωηρό τους χρώμα σε ένα φόντο μουντό, σε έναν κόσμο σκούρο και ακαθόριστο ακέραιες και ολοκληρωμένες, ανυψώνονται στο ανθοδοχείο σαν ηλιαχτίδες, φωτεινές και όμορφες που ζητούν να προσέξουμε, να θαυμάσουμε. Μοιάζουν να τραγουδούν «μ’αγαπά – δεν μ’αγαπά», σε έναν κόσμο που θέλει να αναδειχθεί άλλος, μέσα από το φως του ιμπρεσιονισμού. Έναν κόσμο που θέλει να ξαφνιάσει, να εντυπωσιάσει, να προκαλέσει να βροντοφωνάξει «υπάρχω».
Αντίθετα, η γυναίκα στα μάτια των σύγχρονων εικαστικών αποδίδεται ομόφωνα διαμελισμένη και απούσα. Μη πραγματικά αγαπημένη. Περισσότερο ως θύμα που συνεχώς βάλλεται, όπως στο εκρηκτικό γλυπτό-κατασκευή της Θεοδώρας Τσιάτσιου με τους βλαστούς των μαργαριτών να μεταμορφώνονται σε βέλη, σιδερένια και κίτρινα που πληγιάζουν, τεμαχίζουν το γυναικείο σώμα, και το σκορπίζουν σε τμηματικές αναπαραστάσεις, ομοιώματα μητρικής ή σεξουαλικής διάστασης κίτρινα μαδημένα πέταλα. Ή όπως στο έργο της Βιβής Τσιόγκα με τους καλοδουλεμένους κεντητούς βελούδινους μαστούς, που αιωρούνται ολόγυρα σε ανύπαρκτα σώματα. Τροφός ή ερωμένη, μοιάζει να ρωτά προβάλλοντας το στήθος, βυθίζοντας στο αθέατο τις υπόλοιπες διαστάσεις της ύπαρξης.
Τον εξοστρακισμό από έναν ανδροκρατούμενο κόσμο υμνεί με τις αναπαραστάσεις η «Στήλη» με τους κύβους της Ζωής Σεϊτάνη ακτινογραφίες, αμφορείς, άδεια γυναικεία γάντια χαράζουν το περίγραμμα της απουσίας. Ενώ, στο εντυπωσιακό υπερμέγεθες γλυπτό της Γκουντουβά Μαριάννας, που αναπαράγει ρεαλιστικά και τρισδιάστατα, το έργο της Καραβία, ξεχωρίζει μια παραλλαγή: το ανθοδοχείο δεσπόζει στο έργο, για να υποδείξει μια κοινωνία που «καταπίνει» Μαργαρίτες, παραγκωνίζει, αραιώνει και υποτάσσει σε έναν κόσμο στατικό, άκαμπτο, ακίνητο, όπως το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένες.
Πάνω στην ίδια ιδέα, η Ρούλα Καραφέρη βιντεοσκοπεί «Ένα δικό της δωμάτιο» και μια χορεύτρια, για να αποτυπώσει με την κίνηση αφενός την ανάγκη της γυναίκας να σπάσει τα δεσμά ενός κλειδωμένου κόσμου, αφετέρου την επιθυμία να περιχαράξει τη θέση της σε μια πατριαρχική κοινωνία. Στήλη, βάζο, δωμάτιο, γίνονται πυραμίδες στην κατασκευή με πλέξιγκλας της Δήμητρας Οικονόμου και στα αντεστραμμένα γλυπτά κλώνια από ξύλο της Ζωής Ζηπέλα, για να συμβολίσουν με γήινη φαντασία, ουσιαστικά τον θάνατο της γυναίκας: Μνημείο και μνήμα που ανυψώνεται στην κορυφή. Ενώ, και στο «Φυτολόγιο» της Ελένης Σαρλή, μια αμλετική Οφήλια από κάρβουνο αναδύεται. Γήινη, μαύρη, καμένη, ανάμεσα στα αποξηραμένα άνθη, μοιάζει να ονειρεύεται την αναγέννηση.
Με ένα εντυπωσιακό περίτεχνο χρυσό φωτοστέφανο-μαργαρίτα, η Αθανασία Παπατζέλου ντύνει ένα νεανικό, όμορφο πρόσωπο, σαν καθολική Μαντόνα σε εικονοστάσι που κοιτάζει ψηλά. Η «αγιοσύνη», μοιάζει να αναρωτιέται, αντισταθμίζει την άδικη μεταχείριση που υφίσταται η γυναίκα; Απειλείται από την ομορφιά, τη νιότη, τον έρωτα που προσπαθεί να κρύψει και να υποσκελίσει;
«Δεν είμαι Μαργαρίτα», μοιάζει να διαπιστώνει οδυνηρά το μπουκέτο με τα αληθοφανή, ολοζώντανα, γαϊδουράγκαθα στο «άτιτλο» της Μαρίας Παναγιώτου, «δεν έχω όνομα», φωνάζει, «δεν έχω τίτλο». Το ίδιο, η φαινομενικά αισιόδοξη «Μορφή» της Κρανιώτου Λιάνας που στέκει περήφανα αντικρυστά μπροστά μας, μοιάζει σκιά που αναζητά στο αμφίβολο ανδρόγυνο περίγραμμά της μια νέα ταυτότητα.
Η γυναίκα είναι όνειρο, πνεύμα, δημιουργία που ανυψώνεται όπως το άδειο αέρινο φόρεμα της Ιφιγένειας Σδούκου. Στο φουστάνι της, λουλούδια και μέλισσες, να δίνουν αέναα ζωή, ένα σύμβολο γονιμότητας, αρχέγονης μητέρας, κοσμογονίας.
Συγχαρητήρια στην Αντιγόνη Καψάλη για την πρωτοβουλία της έκθεσης και στην Πινακοθήκη Λάρισας που τη φιλοξενεί, αποδεικνύοντας έμπρακτα, εκτός από φόρο τιμής στη ζωγράφο Καραβία, τη δυναμική παρουσία της στην κοινωνία και στα θέματα που απασχολούν, όπως εμμέσως της «γυναικοκτονίας». Συγχαρητήρια και στις καλλιτέχνιδες που με το εξαίρετο έργο τους τροφοδοτούν ενεργά τον κοινωνικό διάλογο.
Γράφει η Αριστέα Τσάντζου