Η ΛΑΡΙΣΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΜΟΥ
Γεννήθηκα στο πιο κοντινό περίχωρο της Λάρισας, την Τερψιθέα (το Μπαϊσλάρ στα τούρκικα), που σήμερα ανήκει στον Δήμο Λαρισαίων. Γεννήθηκα σε μια καλύβα, σαν αυτές των Βλάχων και των Σαρακατσαναίων. Βλαχόφωνοι οι γονείς μου από το Ματσούκι Ιωαννίνων που είναι το ένα από τα τρία βλαχόφωνα χωριά των Βορείων Τζουμέρκων. Τα άλλα δύο, το Συρράκο και οι Καλαρρύτες. Κατέβηκαν στον κάμπο γιατί εκεί φύτρωναν λιθάρια μόνο, τσάι και ρίγανη. Στα έξι μου χρόνια η οικογένεια μετακόμισε στη Λάρισα, στα Ταμπάκικα. Ίσως την πιο θρυλική συνοικία της πόλης, σίγουρα όμως την πιο αμφιλεγόμενη. Καθώς η συνοικία ετούτη ήταν η πιο κακόφημη της πόλης γιατί από παλιά, απ’ τον καιρό του Λιάπκιν, μπορεί κι από παλιότερα, είχαν τα στέκια τους εδώ οι παρδαλές. Μπορντέλα δηλαδή και καταγώγια, όπου σύχναζαν χασισοπότες κι έκαναν εδώ τις συναλλαγές τους. Γλέντια, ερωτικές αντιζηλίες, καβγάδες και μαχαιρώματα ήταν συμβάντα καθημερινά. Είναι η πιο κοντινή, αλλά συγχρόνως και η πιο απόμακρη συνοικία της πόλης. Κοντινή γεωγραφικά, αφού σε πέντε λεπτά βρίσκεσαι στο κέντρο της πόλης, απόμακρη γιατί οι «αξιοπρεπείς και έντιμοι» Λαρισαίοι, οι αστοί ως επί το πλείστον, δεν καταδέχονταν ούτε το όνομά της να προφέρουν. Τη μετονόμασαν. Από Ταμπάκικα, την έλεγαν πια «Αμπελόκηποι». Υπήρχαν βέβαια κάποιοι παρατημένοι αμπελώνες περιφερικά της συνοικίας, που γίνονταν σιγά-σιγά οικόπεδα, αλλά στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν συγκεντρωμένα εδώ τα βυρσοδεψεία της πόλης, εξ ου και τ’ όνομα Ταμπάκικα. Εκεί λοιπόν μεγάλωσα, στο κτήμα Ριζόπουλου πίσω ακριβώς από τον Μύλο του Παππά, που τότε φάνταζε στα μάτια μου παράδεισος. Ήταν πράγματι αληθινός κήπος της Εδέμ. Δέντρα, λογής-λογής οπωροφόρα δέντρα: Βερυκοκιές, ροδακινιές, αχλαδιές, κυδωνιές, δαμασκηνιές, μουριές και μια κρεβατίνα 150 μέτρων με ωραιότατα σταφύλια. Και πιο πέρα περιβόλι με όλα τα ζαρζαβατικά. Τι να ζητήσει άλλο ένα φτωχό παιδί στην παιδική του, αλλά και στην εφηβική του ηλικία. Αφού τώρα αποφεύγω να πάω εκεί γιατί το σημερινό τοπίο με πληγώνει. Μου λείπει η αίσθηση της γειτονιάς, όταν οι οικογένειες σχεδόν συνυπήρχαν, βἰωναν παράλληλα τις ζωές τους, μοιράζονταν την καθημερινότητά τους. Και η μοναξιά δεν είχε θέση στους κόλπους της γειτονιάς. Μου λείπουν και οι αυλές της Λάρισας που μοσχομύριζαν από δεκάδες λουλούδια μες στους ασβεστωμένους ντενεκέδες.
Στα Ταμπάκικα πρωτοένιωσα τον κόσμο. Εδώ οι δρόμοι δεν είχαν ακόμη άσφαλτο. Τον χειμώνα λάσπη ίσα με τα γόνατα. Χορτάσαμε λάσπη. Κι επειδή το σπίτι έβλεπε προς την κοίτη του Πηνειού, τον χειμώνα που το ποτάμι πλημμύριζε, και πλημμύριζε κάθε χρόνο με συνέπεια, το νερό έφτανε δέκα μέτρα απ’ το σπίτι. Εδώ έμαθα ποδήλατο. Να κάνω μισοπεταλιά και η πιτσιρικαρία να τρέχει από πίσω για να με κρατήσει, αν έπεφτα. Το να ξέρεις ποδήλατο τότε, όντας μικρός εφτά χρόνων, ήταν μεγάλη κατάκτηση! Σ’ ανέβαζε πολύ στα μάτια των άλλων παιδιών. Ήταν η πρώτη μου νίκη στην προσπάθειά μου να με αποδεχτούν, εμένα τον ξένο και Βλάχο συνάμα. Εδώ κατάλαβα πως ήμουν δίγλωσσος. Στο σχολείο και στη γειτονιά με τ’ άλλα παιδιά να μιλάω ελληνικά και στο σπίτι με την οικογένεια να το γυρίζω στα βλάχικα. Χωρίς κόπο όμως, ακριβώς όπως ανέπνεα. Αλλά συγχρόνως να συνειδητοποιώ πως είμαι μέλος μιας μειονότητας. Όχι βέβαια εθνικής, ποτέ δεν πέρασε απ’ το μυαλό της οικογένειας κάτι τέτοιο. Ο πατέρας μου είχε υπηρετήσει στον στρατό συνολικά πέντε χρόνια, είχε πολεμήσει στην Αλβανία, είχε φτάσει ως το Τεπελένι και ήταν πολύ περήφανος γι’ αυτά τα χρόνια της θητείας του. Αλλά να, η γλωσσική ιδιαιτερότητα μάς δημιουργούσε την αίσθηση του διαφορετικού. Αργότερα, όταν πήγα στο Γυμνάσιο και, όσο να ‘ναι, ξέκοψα απ’ τα παιδιά της γειτονιάς, ένιωθα όλο και λιγότερο αυτήν την αίσθηση της διαφορετικότητας. Εδώ ήρθε και πρώτο ερωτικό σκίρτημα που σύντομα έγινε μεγάλος έρωτας. Δεκάξι εγώ, δεκαπέντε εκείνη και πιο τολμηρή, καθώς οι γυναίκες ωριμάζουν νωρίτερα. Τρία χρόνια κράτησε. Τελειώνοντας το Λύκειο, εγώ έφυγα για σπουδές στην Αθήνα, εκείνη έμεινε πίσω. Μαζί της έμεινε πίσω και ο έρωτας, αφού μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται...
Στα Ταμπάκικα γνώρισα ένα άλλο είδος διαφορετικότητας να ισοπεδώνεται από τη γλυκιά επέλαση του έρωτα και τη λεβεντιά κάποιων αγοριών. Λαϊκά δηλαδή αγόρια της εργατικής τάξης να ερωτεύονται κορίτσια που γνώρισαν στα «σπίτια» της οδού Ηφαίστου και της οδού Ολύμπου και ύστερα να τα παντρεύονται. Ηρωική φάνταζε αυτή η πράξη στα μάτια της μάνας μου που σχολίαζε: «Μπράβο τους, έλεγε, κάνουν θεάρεστο έργο, έχουν κότσια. Βγάζουν αυτά τα ταλαίπωρα κορίτσια απ’ τη λάσπη, απ’ τον βούρκο και τα δίνουν μια δεύτερη ευκαιρία». Στα Ταμπάκικα τα πάντα ήταν ανεκτά, όσο κι αν, για πολλούς νοικοκυραίους, δεν έπρεπε να συμβαίνουν. Άλλο η καταδίκη μιας πράξης κι άλλο η απόρριψη αυτού ή αυτής που την έκανε. Κανείς και καμία δεν εξοβελιζόταν. Η κοινωνία εδώ ήταν ένα χαρμάνι. Όταν αργότερα, στις μεγάλες τάξεις του Δημοτικού, έμαθα στο μάθημα των Θρησκευτικών την ιστορία της μοιχαλίδας γυναίκας, όπως την λέει το Ευαγγέλιο, με εκείνη την περίφημη ρήση του Ιησού «ο αναμάρτητος υμών πρώτος βαλέτω λίθον επ’ αυτήν», σκέφτηκα: «Να που οφείλεται η μεγάλη ανοχή των κατοίκων στα Ταμπάκικα. Κανένας δεν ένιωθε αναμάρτητος, όλοι τους είχαν κάνει την κουτσουκέλα τους. Άρα πώς να κατακρίνουν τα λάθη ή τις επιλογές του διπλανού;». Σήμερα, όταν αναλογίζομαι αυτήν τη στάση, τη βρίσκω εξαιρετική, πολύ προχωρημένη για τα γενικότερα ήθη της εποχής, ίσως και της σημερινής, και εξόχως πολιτισμένη. Κυρίως όμως τη λογαριάζω ως γροθιά στην καθεστηκυία υποκρισία των δήθεν καθωσπρέπει ανθρώπων.
Οι κάτοικοι στα Ταμπάκικα ήταν απλοί άνθρωποι, μεροκαματιάρηδες που αγωνίζονταν για την επιβίωση. Πολλά τα προβλήματα, πολλές οι ανάγκες, ελάχιστες οι χαρές. Μία απ’ αυτές κι ο έρωτας, που όταν ερχόταν να τους συναντήσει, έπεφταν με τα μούτρα. Ο έρωτας, το λιγοστό κρασί, τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά τραγούδια του Καζαντζίδη και του Αγγελόπουλου, και για κάποιους μερακλήδες λίγη φούντα.
Οι κάτοικοι στα Ταμπάκικα δεν ήταν άγιοι. Το ήξεραν, δεν προσποιούνταν κάτι άλλο. Δεν ήταν όμως ούτε διάβολοι. Απλώς ήταν άνθρωποι με σάρκα και οστά που εννοούσαν να ρουφήξουν τη ζωή ως το μεδούλι της.