*Τι σας συνδέει και τι σας αρέσει στη Λάρισα;
-Για μένα η Λάρισα έχει συνδεθεί ιδιαιτέρως και με το Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο και με την προσπάθεια της Λένας της Γουργιώτη, που την είχα παρακολουθήσει από κοντά να στήνει αυτόν τον τόσο σπουδαίο χώρο, αλλά και με το Λύκειο των Ελληνίδων και τον Δημήτρη τον Τσιπλακούλη που έχουμε συνεργαστεί σε παραστάσεις αλλά και στο «Αλάτι της Γης», καθώς και με την τρομερή Ελατοπαρέα που έχουμε κάνει εξαιρετικά γλέντια στη Λάρισα. Αυτό που ιδιαιτέρως μ’ αρέσει σ’ αυτόν τον τόπο είναι ότι συνυπάρχουν πολλές εθνοπολιτισμικές ομάδες: έχουμε ντόπιους, έχουμε βλάχους, έχουμε σαρακατσάνους, έχουμε πρόσφυγες. Υπάρχει αυτή η ποικιλία και η συνύπαρξη που της δίνει κι αυτόν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της.
ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ
*Μιλήστε μας για την εκδήλωση της Πέμπτης...
-Είναι το καινούργιο βιβλίο το οποίο έχω γράψει με θέμα τα τραγούδια και τις μουσικές του 1821, ο τίτλος «Φάγαμεν ψωμί, τραγουδήσαμεν κι εγλεντήσαμεν» είναι από μια φράση από τα απομνημονεύματα του στρατηγού Μακρυγιάννη όταν γινόταν η πολιορκία της Αθήνας, της Ακρόπολης, το 1826. Αυτή η φράση είναι κλειδί γιατί δείχνει ότι το τραγούδι για τον Ελληνα είναι είδος πρώτης ανάγκης όπως και το ψωμί. Φάγαμε ψωμί, τραγουδήσαμε και γλεντήσαμε. Κι αν θέλετε από δω αρχίζει και ο αναστοχασμός σε σχέση με όλη αυτήν την υπόθεση: Ποια είναι η δική μας σχέση σήμερα και με το τραγούδι και με το γλέντι και με την ομάδα μέσα από την οποία επιβεβαιώνουμε την ταυτότητα και τη μνήμη μας. Ξέρετε ο στόχος μου δεν είναι απλά να συγκεντρώσω κάποια ιστορικά στοιχεία, παρόλο που για πρώτη φορά συγκεντρώνεται ένα τόσο ευρύτατο υλικό σε σχέση με τον ρόλο και τη σημασία της μουσικής στο 1821.
Ο απώτερος στόχος -γι’ αυτό έρχομαι και κάνω μια κουβέντα, μια συζήτηση, μια παρουσίαση γι’ αυτά τα θέματα- είναι ποια είναι η δικιά μας σήμερα σχέση με όλη αυτήν την ταυτότητα και τη μνήμη που υπάρχει μέσα στα τραγούδια. Γι’ αυτό δεν ήθελα απλώς να πω «βγήκε το νέο μου βιβλίο, πάρτε το, διαβάστε το...», δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι να κουβεντιάσουμε και να προβληματιστούμε όλοι μαζί -με αφορμή και την επέτειο των 200 χρόνων- για τη σημασία της μουσικής, του τραγουδιού, του χορού, της ομάδας, της μνήμης, της ταυτότητας στη σημερινή μας ζωή και ιδίως για τη νεότερη γενιά.
ΑΝΑΓΚΗ ΟΙ «ΡΙΖΕΣ»
*Αυτά τα τραγούδια, τι έχουν να πούνε στη σημερινή νεολαία;
-Πάρα πολλά σας πληροφορώ. Ακριβώς εδώ είναι και η πολύτιμη εμπειρία που έχω αποκομίσει μέσα από το Μουσικό Πανεπιστήμιο στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών στην Αθήνα όπου διδάσκω εδώ και 30 χρόνια, αλλά και από το «Αλάτι της Γης» και την επαφή με τα παιδιά των μουσικών σχολείων, των μουσικών σχολών όπως είναι η σπουδαία Σχολή Δημοτικής και Παραδοσιακής Μουσικής του Δημοτικού Ωδείου της Λάρισας. Δεν είναι τυχαίο δε ότι έχω προσκαλέσει να κλείσουμε αυτήν τη βραδιά με μουσικούς από τη σχολή αυτή που φέτος κλείνει και τα 35 της χρόνια κι αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό να το γιορτάσουμε και να το υπογραμμίσουμε. Εχετε το εξαιρετικό προνόμιο στη Λάρισα να έχετε μια πρωτοπόρα σχολή σ’ αυτόν τον τομέα και είναι η καταπληκτική δουλειά που έχει κάνει ο Γιώργος ο Δεληγιάννης που πραγματικά έχει περάσει τη σκυτάλη σε μια νεότερη γενιά. Μάλιστα εμένα με συγκινεί ιδιαιτέρως ότι ο Κώστας ο Δεδούσης που ήταν απόφοιτος αυτής της σχολής, στη συνέχεια υπήρξε και φοιτητής μου στο μεταπτυχιακό του Τμήματος Μουσικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Βλέπουμε τη νέα γενιά που τελικά ενδιαφέρεται και που τελικά έχει ανάγκη από σταθερά σημεία για έκφραση και για επικοινωνία, μέσα σ’ αυτό το χάος της πολυπολισμικότητας και της παγκοσμιοποίησης. Ολο και περισσότερο οι νέοι άνθρωποι έχουν ανάγκη απ’ αυτό που τόσο απλοϊκά λέμε «ρίζες» και ταυτότητα. Είναι αυτό που λέει ο Νίκος Γκάτσος «Δώστε μου μια ταυτότητα, να θυμηθώ ποιος είμαι», υπάρχει τελικά η κυτταρική μνήμη και η κυτταρική μνήμη υπάρχει μέσα στα τραγούδια.
ΝΑ ΠΗΓΑΙΝΕΤΕ ΣΕ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ
*Ολο αυτό δεν έχει κάτι το φολκλορικό;
-Εξαρτάται από το πώς θα το προσεγγίσεις. Ολο και περισσότερο στις μέρες μας ξεπερνάμε αυτό το επιφανειακό φολκλόρ της φουστανέλας και βρισκόμαστε ακριβώς στην τελετουργία του ελληνικού γλεντιού. Κι αυτό είναι που κι εγώ προβάλλω μέσα από το «Αλάτι της Γης», αφού όπως ξέρετε έχω καταργήσει τις στολές και δίνω το μήνυμα ότι η παράδοση είναι μέρος της καθημερινότητάς μας, είμαστε εμείς οι ίδιοι και όχι απλώς κάποιοι που κάθονται και βλέπουν τους άλλους να γλεντάνε, ή να χορεύουν ή να τραγουδάνε. Αυτός είναι και ο μεγάλος κίνδυνος με τη μετατροπή της παράδοσης σε ένα επιφανειακό καταναλωτικό φολκλόρ: ότι υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα σ’ αυτόν που τραγουδάει ή χορεύει ή γλεντάει και στον θεατή που γίνεται απλός καταναλωτής όλης αυτής της υπόθεσης. Το θέμα είναι να είμαστε ενεργοί και συμμέτοχοι και αυτό είναι και το μήνυμα που δίνω και από το «Αλάτι»: μην κάθεστε στον καναπέ, πηγαίνετε στα πανηγύρια, στα γλέντια, πιαστείτε στον κύκλο του χορού. Μην είστε απλοί θεατές ενός τηλεοπτικού προϊόντος, συν-κινηθείτε με αυτό που βλέπετε και αναζητήστε το. Ιδιαιτέρως τα τελευταία χρόνια πάρα πολλοί νέοι ευαισθητοποιούνται απ’ όλη αυτήν την υπόθεση, πάνε σε μουσικούς συλλόγους και δεν μένουν απλώς μόνο στο να κάνουν μαθήματα, συμμετέχουν στα γλέντια. Στα μπαράκια και στις μουσικές σκηνές βλέπεις όργανα που κάποια στιγμή φοβηθήκαμε ότι θα εξαφανιστούν, αλλά περνάνε στα χέρια των νέων παιδιών. Μάλιστα κάποια στιγμή ήρθε ένας και μου είπε ότι «είναι μαγκιά να παίζω τσαμπούνα», «είναι μαγκιά να παίζω κανονάκι, με ξεχωρίζει αυτό». Αυτό το είπε σε κάποιον που όταν ξεκίνησε το ραδιοφωνικό «Αλάτι της Γης» το 1981, του είχαν πει από τη διεύθυνση της Ραδιοφωνίας «Λάμπρο, Κυριακή πρωί να μην βάζεις πολλά κλαρίνα γιατί θα νομίζουν ότι έγινε πραξικόπημα». Με πολλή χαρά και περηφάνια χαίρομαι τις κατακτήσεις της νέας γενιάς και την απενοχοποιημένη σχέση που αναπτύσσουν με την παράδοση και ελπίζω πολλά στο μέλλον.