Σύμφωνα με την παράδοση, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, την Κυριακή των Βαΐων, απονέμει τους επίχρυσους σταυρούς διακονίας στους μυρεψούς που θα παρασκευάσουν τον Άγιο Μύρο, ενώ τη Μεγάλη Δευτέρα θα ανάψει τη φωτιά κάτω από τους χάλκινους λέβητες, στους οποίους θα γίνει η έψηση. Φέτος, δέκα μυρεψοί θα αναδεύουν τα αρωματικά συστατικά, φυτικής και ζωικής προέλευσης, μέσα στους χάλκινους λέβητες, τους οποίους δώρισαν στο Πατριαρχείο το 1807 οι σαράφηδες (αργυραμοιβοί) της Πόλης.
Ανάμεσα στα συστατικά του Αγίου Μύρου, εκτός από το παρθένο ελαιόλαδο, τον ερυθρό ξηρό οίνο και το ροδέλαιο, το οποίο προέρχεται από τη Βουλγαρία και είναι χορηγία του Πατριαρχείου της Βουλγαρίας κ.ά., περιλαμβάνονται και δύο εξαιρετικά σπάνια, ζωικής προέλευσης υλικά: το άμπαρι (amber gris γαλλική ονομασία, gray amberi η αγγλική, misk-ü amber η τουρκική), που προέρχεται από αποβολή γαστρικού περιεχομένου -έμετο- αχώνευτων τμημάτων της διατροφής της φάλαινας φυσητήρα (Physeter macrocephalus η λατινική ονομασία, Sperm Whale η αγγλική) και ο μόσχος, που προέρχεται από αδένα είδους αρσενικής δορκάδος (= ζαρκάδι ή μοσχοδορκάς) του Θιβέτ (Moschus moschiferus, η λατινική της ονομασία).
Να σημειωθεί ότι το αξίωμα του μυρεψού το κατείχαν στο Βυζάντιο ιατροί και φαρμακοποιοί. Οι ιατροί ασκούσαν «το θεραπευτικό τους έργον στα νοσοκομεία των μονών ή στα ιδιωτικά των ιατρεία», ενώ οι μυρεψοί φαρμακοποιοί παρασκεύαζαν και διέθεταν διάφορα φάρμακα, αρωματικές ουσίες και άλλα παρόμοια στα μυρεψεία ή μυροπωλεία. Σήμερα, μυρεψοί είναι φαρμακοποιοί και χημικοί.
Τα 57 υλικά που αναφέρονται στον Πατριαρχικό Κατάλογο, κάποια από τα οποία είναι γνωστά στους πολλούς, ενώ κάποια ελάχιστοι τα γνωρίζουν, είναι τα εξής: έλαιον καθαρόν, οίνος στίφων μέλας, ανθόνερον αρίστης ποιότητας, ροδόσταμον αρίστης ποιότητας, μαστίχη καθαρή, μετζουβί ή κόμμι ευώδες, άμωμον, ξυλαλόη μαβέρτη, πέπερι μακρό, κάρυα αρωματικά, φύλλος ινδικός, ξυλοκασία ήτοι αγγέλικα Βοεμίας, στύραξ υγρά, σμύρνα καθαρά, πέπερις, εχινάνθη, ξυλοβάλσαμον, άκορος ή κάλαμος ευώδης, ίρις φλωρεντινή, βάκχαρις ή αντ’ αυτής εμπερατόρια (σαφράν), αριστολοχία βέρα, καρποβάλσαμον ή κουβέβι, κύπερις, μυρισινόκοκκα, νάρδος κελτική, κασσία μέλαινα ή αντ’ αυτής κασκαρίλια όπερ εστί φλοιός αμπάρεως, βάλανος μυρεψική, καρδάμωμον μικρόν, καρυόφυλλα, κιννάμωμον, άσσαρον βέρον, μάκερος Ολλάνδας, τερέβινθος βενετική, ρετσίνη λευκή καθαρά, μυροβάλανον καθαρόν, σάμψυχος ή μαντζουράνα, λάδανος καθαρά, στάχυς νάρδου ινδικού, λίβανος λευκός, ζιγγίβερις λευκή, ζαρνάβας, τύλλις, ελένιον. Μετά την έψηση προστίθενται έλαιον κινναμώμου σειλάνικον, έλαιον καρυοφύλλων, μοσχοκαρυδέλαιον Ολλάνδας πηκτόν, βάλσαμον Μέκκας ήτοι βαλσαμέλαιον, ροδέλαιον ή έλαιον τριανταφύλλου, έλαιον μάκερις, έλαιον κίτρου, έλαιον καρποβαλσάμου, έλαιον σαμψύχου, έλαιον δάφνης, έλαιον δενδρολιβάνου, έλαιον νάρδου ή λεβάντας, μόσχος ινδικός και άμπαρι.