θα μπορούσε να τιτλοφορείται ως εξής: Άμλετ, ίδε ο άνθρωπος» σημειώνει ο Κώστας Λάνταβος λίγες μέρες μετά από την κυκλοφορία του εμβληματικού έργου του ελισαβετιανού βάρδου σε μετάφραση του ίδιου (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός). Ο Κώστας Λάνταβος μέσα από μια επίπονη διαδικασία που διήρκεσε δύο χρόνια μετέφρασε και παρέδωσε στο αναγνωστικό κοινό μια νέα μεταφραστική πρόταση ενός εκ των σπουδαιότερων έργων της παγκόσμιας δραματουργίας διαχρονικά, τον Άμλετ του Σαίξπηρ. «Δεν περίμενα ποτέ ότι θα «αναμετρηθώ» με το κορυφαίο αυτό κείμενο» θα σημειώσει στην «Ε» ο Κώστας Λάνταβος. «Ηταν μία επίπονη προσπάθεια που διήρκεσε δύο χρόνια, και ήρθε μετά από 12 διορθώσεις, 10 δικές μου και 2 της επιμελήτριας. Πραγματικά νιώθω πολύ συγκινημένος και ευτυχής που καταθέτω στο αναγνωστικό κοινό τη μεταφραστική μου πρόταση σ’ ένα έργο κορυφαίο και επιπέδου αρχαίας ελληνικής τραγωδίας» θα τονίσει.
Ο Κώστας Λάνταβος ήθελε να παραδώσει μια μετάφραση στη γλώσσα που μιλιέται και κατανοείται απ’ όλες τις ηλικίες του κοινωνικού συνόλου. «Ήθελα ο λόγος να είναι διαυγής, να μην υπάρχει ούτε ένα κενό στην κατανόηση του κειμένου. Αυτό υπηρετεί διπλό σκοπό: πρώτον οι ηθοποιοί πρέπει να καταλαβαίνουν απολύτως τον λόγο που εκφέρουν, για να μπορούν απερίσπαστοι να ελέγξουν τη στάση και την κίνηση του σώματος πάνω στη σκηνή, να ελέγξουν τη φωνή τους, τις σιωπές τους, τους διαλόγους μεταξύ τους, με μια φράση να ελέγξουν όλα τους τα εκφραστικά μέσα. Και στο θέατρο ισχύει ο κανόνας «εν αρχή ην ο λόγος». Αν ο ηθοποιός δεν «τα βρει με τον λόγο», η λοιπή του προσπάθεια έχει ήδη υπονομευθεί. Δεύτερον, οι αναγνώστες και κυρίως οι θεατές, κατανοώντας το κείμενο και την εξέλιξη του έργου, παρακολουθούν με άνεση κι ευχαρίστηση και την αισθητική του όλου εγχειρήματος (λόγο και σκηνική δράση). Ήθελα τέλος κάτι να περισώσω από την ποίηση της τραγωδίας (λυρισμό, μουσικότητα, ρυθμό), όσο κι αν δέχομαι ως καίρια τη ρήση του Ρόμπερτ Φροστ πως «ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση». Να περισώσω κάτι από την αύρα και κυρίως από την ψυχή του σαιξπηρικού κειμένου. Τι εν τέλει κατάφερα θα το κρίνουν άλλοι και οριστικά ο αμείλικτος και ακριβοδίκαιος χρόνος» θα σημειώσει χαρακτηριστικά ο Λαρισαίος λογοτέχνης.
«Σέβομαι τη φόρμα, το περιεχόμενο και την ψυχή αυτού που μεταφράζω» θα πει ο Κώστας Λάνταβος για το τι «εξέτασε» και πώς ιεράρχησε τις ανάγκες της μετάφρασής του. «Πιστεύω πως ο ποιητής ή θεατρικός συγγραφέας είχε σοβαρούς λόγους να γράψει και να διαμορφώσει το κείμενο που μας παρέδωσε, όπως μας το παρέδωσε. Για μένα αποτελεί ύψιστη ασέβεια να επιχειρήσω να τον «διορθώσω» με εντελώς αβέβαιο και κυρίως αυθαίρετο τρόπο. Δεν μου αρέσει να αποδομώ το κείμενο και να το ξαναγράφω με τα υλικά της αποδόμησης, βαυκαλιζόμενος ότι δημιουργώ κάτι καλύτερο. Με τις απόψεις αυτές προσπάθησα να μεταφράσω τον Άμλετ» τόνισε χαρακτηριστικά. Ο Κώστας Λάνταβος δεν θα μπορούσε να αρνηθεί και ένα σχόλιο για τη σαιξπηρική τραγωδία, αλλά και τον ήρωά της, τον Άμλετ. «Μεταφράζοντας τον Άμλετ, συχνά πίστευα πως αυτή η σαιξπηρική τραγωδία θα μπορούσε να τιτλοφορείται ως εξής: Άμλετ, ίδε ο άνθρωπος. Ο Άμλετ αναβάλλει, αμφιβάλλει, αμφιταλαντεύεται, ολιγωρεί, αλλά ούτε μια στιγμή δεν σκέφτεται την παραίτηση ή την απραξία. Δυσκολεύεται, αλλά δεν οπισθοχωρεί, συχνά η συμπεριφορά του προδίδει μια σύγχυση επί του πρακτέου, αλλά γρήγορα συνέρχεται. Οι μεταπτώσεις του δεν συνιστούν δειλία. Αντίθετα, καταδεικνύουν έναν σφαιρικό προβληματισμό γύρω από το αίτημα που καλείται να υπηρετήσει. Ο Σαίξπηρ, ως μέγιστος ποιητής, με αφορμή τον ήρωα Άμλετ αρπάζει την ευκαιρία να δημιουργήσει έναν χαρακτήρα στον οποίο φορτώνει όλες σχεδόν τις ανθρώπινες ιδιότητες, όλες τις αρετές και τις αδυναμίες του ανθρωπίνου όντος, όλα του τα προτερήματα κι όλα του τα πάθη».
ΟΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΜΛΕΤ
Η πιο παλιά ελληνική μετάφραση του «Άμλετ» είναι του Περβάνογλου, σε αρχαΐζουσα, και εκδόθηκε στην Αθήνα το 1858. Ο τίτλος αποδόθηκε ως «Αμλέτος, βασιλόπαις της Δανίας» και συμπληρωνόταν από τις εξής πληροφορίες: «Τραγωδία του Άγγλου Σαιξπήρου, ενστίχως μεταφρασθείσα υπό Ιωάννου Π. Περβάνογλου». Έκτοτε, ο «Άμλετ» μεταφράστηκε πολλές φορές από σημαντικούς λογοτέχνες. Η δεύτερη παλαιότερη μετάφραση του «Άμλετ» είναι του Δημητρίου Βικέλα (1835-1908), ο οποίος μετέφρασε έξι σαιξπηρικά έργα: «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «Οθέλλος», «Βασιλεύς Ληρ», «Μάκβεθ», «Αμλέτος», «Ο Έμπορος της Βενετίας» (1875-1884).
Λίγα χρόνια μετά, το 1889, κυκλοφόρησε και η «έμμετρος μετάφρασις με προλεγόμενα και κριτικάς σημειώσεις» του «Αμλέτου» από τον Κερκυραίο Ιάκωβο Πολυλά (1825-1896). Ήταν ο πρώτος που εξέδωσε πλήρη μετάφραση έργου του Σαίξπηρ στην Ελλάδα, την «Τρικυμία» το 1855. Για πολλά χρόνια ο Βασίλης Ρώτας (1889-1977) παρέμενε ο μοναδικός που είχε μεταφράσει (σε συνεργασία με τη Βούλα Δαμιανάκου) όλα τα έργα του Σαίξπηρ. O Ερρίκος Μπελιές είναι ο δεύτερος που ολοκλήρωσε τη μετάφραση των απάντων του Σαίξπηρ σε διάστημα περίπου μιας εικοσαετίας (1980-2004). Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872-1923) μετέφρασε από το 1910 έως το 1916 «Άμλετ», «Βασιλιά Ληρ», «Οθέλλο», «Τρικυμία» και «Μάκβεθ». Με το σαιξπηρικό αριστούργημα θα αναμετρηθεί και ο Κοσμάς Πολίτης (1888-1974), ένας από τους πλέον σημαντικούς πεζογράφους της γενιάς του ‘30. Ο Μιχάλης Κακογιάννης (1921-2011) μετέφρασε τον «Άμλετ» που κυκλοφόρησε το 1985 από τις εκδόσεις Καστανιώτη (κι έχει εξαντληθεί). Το 1988 κυκλοφόρησε και η ελεύθερη, ποιητικώ τω τρόπω, απόδοση του Γιώργου Χειμωνά (1938-2000).
Οι μεταφράσεις του Παύλου Μάτεσι και του Διονύση Καψάλη είναι από τις τελευταίες στη μακριά σειρά μεταφραστικών αναμετρήσεων με το ανυπέρβλητο σαιξπηρικό έργο στη γλώσσα μας.