τον Φιλολογικό Ιστορικό Λογοτεχνικό Σύνδεσμο Τρικάλων και τους Φίλους Μουσείου Πόλης Καρδίτσας, ο Γεώργιος Γκέκος βασισμένος στο βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών βιβλίο του με τίτλο «Επιστροφή 1822 - 1823, Αγωνιστές του Α. Υψηλάντη στον δρόμο για την Ελλάδα» μίλησε με θέμα «Οι Θεσσαλοί του Αλέξανδρου Υψηλάντη». Αξιοποιώντας ανέκδοτο αρχειακό υλικό μετά επισταμένη έρευνα στα ελβετικά και γερμανικά αρχεία, ο κ. Γκέκος αναζήτησε και ανέδειξε τα ίχνη των αγωνιστών του Αλέξανδρου Υψηλάντη μετά την αποτυχημένη εξέγερση στη Μολδοβλαχία το 1821, όταν αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα για να συνεχίσουν εκεί τον απελευθερωτικό Αγώνα, προσφέροντας πολύτιμη γνώση σε όσους παρακολούθησαν την ομιλία. «Με αφετηρία την Οδησσό και τελικό προορισμό τη Μασσαλία, περίπου 1.000 πολεμιστές ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο 1822 την οδύσσεια της επιστροφής ακολουθώντας μια πορεία-εκατόμβη 3.000 χλμ., μέσω Ρωσίας, Πολωνίας, Γερμανίας και Ελβετίας, που είχε σχεδιαστεί υπολογίζοντας την πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη και τους ανταγωνισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής» τόνισε, μεταξύ άλλων, ο κ. Γκέκος, για να συνεχίσει λέγοντας ότι: «Τελικά 160 επέζησαν από τις κακουχίες και τον Ιανουάριο 1823 έφθασαν ρακένδυτοι στην Ελβετία, όπου αποκλείστηκαν για μερικούς μήνες, αφού η Γαλλία είχε εν τω μεταξύ κλείσει τα σύνορά της. Η υποδοχή που τους επιφυλάχθηκε σε διάφορα καντόνια ήταν συγκινητική, αν αναλογιστεί κανείς ότι η Ελβετία ήταν τότε μία φτωχή χώρα, που είχε υποστεί οικονομική καταστροφή από τον λιμό 1816-1817, δεχόμενη μάλιστα βοήθεια 100.000 ρουβλίων από τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄, χάρη στη μεσολάβηση του Ιωάννη Καποδίστρια. Την 11η Μαΐου 1823 η γαλλική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα επέτρεπε τη διέλευση των προσφύγων προς τη Μασσαλία και το καλοκαίρι και φθινόπωρο του 1823 τρία μπρίκια, ναυλωμένα από φιλελληνικούς συλλόγους, αναχώρησαν για την πολυπόθητη επιστροφή». Ο ομιλητής περιέγραψε επίσης την καθημερινότητα των αγωνιστών, τα προβλήματα γλώσσας, τα αισθήματα ευγνωμοσύνης, τον πόθο του νόστου, αλλά και την πρωτόγνωρη συμπόνια και περίθαλψη που γνώρισαν στη φιλόξενη Ελβετία, «όπου πολλά μάτια βούρκωσαν» με τη θλιβερή κατάστασή τους. Στη χώρα των Αλπεων 100 φιλελληνικοί σύλλογοι είχαν ιδρυθεί με το ξέσπασμα της Επανάστασης χάρη στην κινητοποίηση της πνευματικής ελίτ, που βρήκε όμως λαϊκή ανταπόκριση, παρά την επίσημη ουδετερότητα της χώρας και τα διαβήματα της Αυστρίας του Μέτερνιχ. Ο πρώτος φιλελληνικός σύλλογος ιδρύθηκε τον Αύγουστο 1821 στη Βέρνη, για να ακολουθήσουν και άλλοι με σημαντικότερο αυτόν της Ζυρίχης τον Νοέμβριο 1821, που ανέλαβε και τον κεντρικό συντονιστικό ρόλο της περίθαλψης των προσφύγων και της γενικότερης στήριξης του επαναστατικού Αγώνα.