την «εξαπάτηση» της «ψευδαίσθησης» επί σκηνής ως (ποιητική) έκφραση αλήθειας πέραν (και μέσω) όποιας πραγματικότητας. Στην «Τραγωδία του Βασιλιά Ριχάρδου Γ’» του -μεγαλύτερου βάρδου του θεάτρου μετά (και μαζί με) τους αρχαίους Έλληνες δραματικούς ποιητές- Γουίλιαμ Σαίξπηρ, η Λαίδη Άννα λέει στον Ριχάρδο: «Αχρείε, για σένα δεν υπάρχουν ούτε του Θεού ούτε του ανθρώπου νόμοι. Κανένα κτήνος δεν είναι τόσο άγριο που να μη νιώθει μια στάλα οίκτο». Ο Ριχάρδος απαντά: «Εγώ δεν νιώθω καθόλου, άρα δεν είμαι κτήνος».
Ο ελληνικός τίτλος «Το Μονοπάτι των Χαμένων Ψυχών» μεταφράζει με ακρίβεια την αίσθηση του πρωτότυπου «Nightmare Alley» (Σοκάκι Εφιάλτη) της (βασισμένης στο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Λίνζι Γκρέσαμ) ταινίας του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο (που έγραψε και το έξοχο σενάριο μαζί με την Κιμ Μόργκαν), που ενσαρκώνεται ιδανικά με μεγάλους ηθοποιούς: Στην αρχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, στην Αμερική, ο περιπλανώμενος Σταν (Μπράντλεϊ Κούπερ) συναντά τον Κλεμ (Γουίλεμ Νταφόου), αφεντικό μπουλουκιού ποικιλίας θεαμάτων -όπως και ένας άλλος αργότερα (Τιμ Μπλέικ Νέλσον)- που τον προσλαμβάνει. Εκεί βρίσκει επίσης τη Μόλι (Ρούνι Μάρα), τη Ζίνα (Τόνι Κολέτ), τον Πιτ (Ντέιβιντ Στραθέρν), τον Μπρούνο (Ρον Πέρλμαν) και τον Ταγματάρχη (Μαρκ Ποβινέλι - παρεμπιπτόντως, μεταξύ άλλων ερμηνειών του, ο καλύτερος Τόρβαλντ Χέλμερ που έχω δει ποτέ στο «Κουκλόσπιτο των Mabou Mines», μία εκπληκτική διασκευή του έργου του Ίψεν από τον Λι Μπρούερ και τη Μοντ Μίτσελ).
Δύο χρόνια αργότερα, ο Σταν έχει «εξελίξει» τη «διδασκαλία» της Ζίνα και του Πιτ ως επιτυχημένος «πνευματιστής» πλέον μεταξύ «εξαπατήσεων» ονείρου και πραγματικότητας στην οικονομικά εύπορη κοινωνική τάξη του Μπάφαλο, ελκύοντας το ενδιαφέρον όπως μίας ψυχολόγου (Κέιτ Μπλαντσέτ), μίας συζύγου δικαστή (Μέρι Στίνμπερτζεν) και ενός μεγιστάνα (Ρίτσαρντ Τζένκινς).
Μετά (και) από έναν χορό σε καρουζέλ, η Μόλι συντροφεύει τον Σταν στο (φιλόδοξο) ταξίδι του. Όταν ξαναχορέψει με τον Ταγματάρχη, ξαναβλέπει (σ)την αληθινή (της) ζωή (κάτι) πέραν του τερατώδους χορού (εξαπάτησης) της ανθρώπινης (ματαιόδοξης) ύπαρξης χειραγώγησης. Ο εξαίσιος ρυθμός συγχορδιών ρέει με αβίαστες ανάσες στην καταλυτική απόλαυση κάθε δευτερολέπτου ενός μοναδικού «μαγικού ρεαλισμού». Ίσως η μεγαλύτερη «εξαπάτηση» της ταινίας είναι ότι μέσω (και πέραν) της φόρμας ενός νουάρ ψυχολογικού θρίλερ, στο πολυεπίπεδο περιεχόμενό της ο θεατής βιώνει ένα αταξινόμητο αριστούργημα σαιξπηρικών διαστάσεων (και μάλιστα) με την άμεση απλότητα των καλύτερων ποιητών. Ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο είναι ένας μεγάλος σύγχρονος κλασικός πολυσχιδής δημιουργός της Ιστορίας του Κινηματογράφου στην καλύτερη παράδοση έμπνευσης, όπως των Φριτς Λανγκ και Γουίλιαμ Γουάιλερ. Τον ευγνωμονώ.
Μιχάλης Δ. Ταμπούκας Ηθοποιός