τις μέρες στο Μουσείο Σιτηρών και Αλεύρων. Δεκαοκτώ κοστούμια που «συμμετείχαν» σε παραστάσεις του Θεσσαλικού Θεάτρου εκτίθενται και συνδιαλέγονται με τα βιομηχανικά εκθέματα του Μουσείου Σιτηρών σε μια έκθεση που φέρει τον τίτλο «Διάλογοι. Κοστούμια θεάτρου στο Μουσείο». Ενας πολυαισθητηριακός διάλογος του Μουσείου με το Θεσσαλικό Θέατρο με θεατές και αθέατες λεπτομέρειες που αποπειράται να συμβάλει στη δημιουργία πολλαπλών εμπειριών για τους επισκέπτες μέσω της αναπαράστασης και ανάδειξης της εικαστικότητας των κουστουμιών και της μύησης στη διαδικασία υλοποίησής τους. Κοστούμια τα οποία συνιστούν το υλικό αποτύπωμα ενός ζωντανού κόσμου δημιουργίας που χάνεται μετά από κάθε παράσταση, ενώ ταυτόχρονα στοιχειοθετούν μέρος της θεατρικής-πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης. Αλλά θεατρικά κοστούμια σε ένα Βιομηχανικό Μουσείο, δεν είναι παράδοξο, θα μπορούσε εύλογα να αναρωτηθεί κανείς. Η απάντηση είναι «μα, φυσικά και όχι!» και τη δίνει η υπεύθυνη του Μουσείου Σιτηρών και Αλεύρων και επιμελήτρια της έκθεσης κ. Κωνσταντίνα Κόντσα που ξενάγησε την «Ε» στην έκθεση.
«Με το Θεσσαλικό Θέατρο το Μουσείο Σίτου το συνδέει ένας δεσμός γειτονίας, είμαστε στο ίδιο κτίριο. Ας μην ξεχνάμε και το ότι ο χώρος που βρίσκεται το Θεσσαλικό ήταν το πρώτο μηχανοκίνητο αρτοποιείο της πόλης, από τα τέλη του 19ου αιώνα» θα πει η κ. Κόντσα, για να συνεχίσει λέγοντας ότι: «Αλλά υπάρχει και ο βαθύτερος δεσμός σε σχέση με το ότι ένα μουσείο που εκφράζει όλα αυτά τα τεκμήρια της βιομηχανικής και οικονομικής ιστορίας συνδέεται και με το θέατρο ως ένα κομμάτι της ιστορίας της πόλης. Το σιτάρι και το αλεύρι, η πρώτη ύλη και το προϊόν της αλευροβιομηχανίας του Μύλου του Παππά, είναι στοιχεία συνυφασμένα με την ανθρωπογεωγραφία του θεσσαλικού κάμπου και συνεπώς με τη δημιουργία και την εξέλιξη του Θεσσαλικού Θεάτρου. Το σιτάρι και το αλεύρι δημιούργησαν το σκηνικό μέσα στο οποίο γεννήθηκε και πορεύθηκε το Θεσσαλικό Θέατρο, δεν συνταυτίζονται, αλλά έως έναν βαθμό κάποια στιγμή συμπορεύονται. Οι βασικοί πρωτεργάτες γαλουχήθηκαν μέσα σ’ αυτό το πνεύμα».
ΤΟ ΑΦΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ
Γιατί «Διάλογοι» θα ρωτήσουμε την Κωνσταντίνα Κόντσα για να μας πει ότι: «Ο τίτλος της έκθεσης αφορά στην ιδέα της συνύπαρξης -που είναι μια σύγχρονη μουσειολογική πρόταση και η μεταμοντέρνα τάση μουσεία να εμπλουτίζονται με περιοδικές εκθέσεις. Ο τίτλος της έκθεσης αντανακλά και το σκεπτικό και τον τρόπο διάρθρωσής της: τα αντικείμενα εκτίθενται ελεύθερα σε όλους τους χώρους και συνδιαλέγονται με τα υπόλοιπα εκθέματα, το αφήγημα του Μουσείου και τον ίδιο τον επισκέπτη. Δίνει επίσης και το στίγμα της πολιτικής της Αντιδημαρχίας Πολιτισμού για συνέργειες φορέων πολιτισμού του Δήμου, οι οποίες παρά την πανδημία συνεχίζονται με μεγάλη επιτυχία», ενώ θα συμπληρώσει ότι: «Τα κοστούμια τοποθετήθηκαν διάσπαρτα μέσα στους χώρους του Μουσείου, χωρίς κώδωνες όπως γίνεται συνήθως για να είναι προστατευμένα επειδή είναι οργανικό υλικό, που αυτό ήταν μια βασική παράμετρος για το πώς θα στηθούν. Στήθηκαν έτσι σε εσοχές και λίγο κρυφές γωνιές κάτι που δημιουργεί κι ένα μυστήριο ανακάλυψης, αλλά και για να είναι φυλαγμένα κι από το φως. Υπάρχουν κείμενα σε όλη την έκθεση που είναι επεξηγηματικά για τον επισκέπτη σε σχέση και με το τι είναι ένα θεατρικό κοστούμι, την ιστορία του Θεσσαλικού Θεάτρου και κάποιες επιμέρους ιστορίες για τα κοστούμια. Βίντεο επίσης παρουσιάζει τα κοστούμια φορεμένα στο πλαίσιο της κάθε παράστασης, ενώ η έκθεση συνοδεύεται και από ένα -σύντομο- βίντεο που φέρνει στο φως μικρές ιστορίες δημιουργίας των κοστουμιών από τους ίδιους τους δημιουργούς μαζί με σχέδια και φωτογραφίες».
ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ
Το σκεπτικό της έκθεσης ποιο είναι, θα τη ρωτήσουμε: «Πέρα από το να γνωρίσουν οι επισκέπτες μια πολύ σημαντική πτυχή του Θεσσαλικού Θεάτρου, είναι να διευρύνουμε την εμπειρία του επισκέπτη και να τον ξαναφέρουμε στο μουσείο. Ο επισκέπτης να δει μέσα από νέες οπτικές το μουσείο και το αφήγημά του. Πρέπει να σας πω ότι αρκετά σχολεία έχουν ήδη επισκεφτεί την έκθεση και τους αρέσει πολύ αυτό το παιχνίδι της ανακάλυψης, ότι ανάμεσα στα μηχανήματα υπάρχει κάτι καινούργιο και προσπαθούν από μόνα τους να καταλάβουν τον δεσμό με το θέατρο. Στο κομμάτι αυτό που στέκονται ιδιαιτέρως είναι η ειδική διαδραστική ενότητα στην οποία παρουσιάζεται η πορεία δημιουργίας ενός θεατρικού κοστουμιού, από την έρευνα και τον σχεδιασμό έως την υλοποίηση». Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή δεν είναι η μόνη έκθεση με κουστούμια του Θεσσαλικού Θεάτρου που έχει γίνει, καθώς έχει προηγηθεί μία πολύ μεγάλη αναδρομική έκθεση στον χώρο του ΟΥΗΛ κατά την οποία είχε εκτεθεί πολύ μεγάλος αριθμός κουστουμιών με άλλη λογική βέβαια και με την επιμέλεια του Κώστα Τσιάνου και της κ. Ρίκης Τσικαρδώνη.
Ο ντουλαμάς της Λυδίας Κονιόρδου
Μιλώντας για τη δημιουργία του άκρως απαιτητικού κοστουμιού της Κλυταιμνήστρας στην παράσταση «Χοηφόρες» (σε σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου και με πρωταγωνίστρια τη Λυδία Κονιόρδου) η υπεύθυνη για τα σκηνικά και τα κοστούμια εκείνης της παράστασης κ. Ιωάννα Παπαντωνίου σημειώνει ότι: «Όταν ετοιμάζαμε την παράσταση Χοηφόρες του Αισχύλου για το Θεσσαλικό Θέατρο, επιθυμία του σκηνοθέτη Κώστα Τσιάνου ήταν η «Ηλέκτρα», η Λυδία Κονιόρδου, ανεβαίνοντας τρία σκαλιά να μεταμορφωθεί σε χρόνο μηδέν σε «Κλυταιμνήστρα». Ανάμεσα στις πολλές λύσεις που σκεφτήκαμε, με τον τότε βοηθό μου Βασίλη Ζηδιανάκη (σήμερα συνιδρυτής και καλλιτεχνικός διευθυντής της Atopos), ήταν πως θα μπορούσαμε να περάσουμε το φόρεμα της Ηλέκτρας σ’ ένα πανωφόρι στο σχήμα του ντουλαμά (ανδρικός επενδύτης που φορέθηκε στα Δυτικά Βαλκάνια, με πολύ ενδιαφέρον αχνάρι). Το χαρακτηριστικό του φουστανιού ήταν οι πολλές οριζόντιες πιέτες. Η τελική σκέψη ήταν οι πιέτες αυτές να δημιουργηθούν πάνω στον ντουλαμά από ινδικά σταμπωτά μαξιλάρια, που εκείνη την εποχή μπορούσε να βρει κανείς σε ένα κατάστημα της Λάρισας. Ανάμεσά τους θα υπήρχαν λωρίδες υφάσματος στο ίδιο χρώμα (βυσσινί σκούρο) με το φόρεμα της Ηλέκτρας. Μέσα από τα φαρδιά μανίκια του ντουλαμά θα πρόβαλαν τα στενά μανίκια του φορέματος, με αποκορύφωμα μεγάλα μεταλλικά βραχιόλια, που έδεναν στο εσωτερικό μέρος με βυσσινί γαϊτάνια. Το πανωφόρι αυτό θα κούμπωνε εύκολα μπροστά. Προβληματιζόμασταν ιδιαίτερα για το κεφαλοκάλυμμα, που έπρεπε να είναι εντυπωσιακό. Ο Κώστας Τσιάνος πρότεινε το κεφαλοκάλυμμα της νύφης της Αττικής με τα πέντε σουργούτς, τις πέντε δηλαδή μεταλλικές φούντες, που φυλασσόταν στο μοναστήρι της Νταού Πεντέλης, το δανείζονταν οι Αθηναίες νύφες και το έχει απεικονίσει ο Louis Dupré (1789-1837). Οι νύφες ετοίμαζαν οι ίδιες ή ανέθεταν σε κάποιον «τερζή» την κατασκευή ψηλού επιμετώπιου (περίπου 30 εκατοστά), όπου μπήγονταν οι πέντε μεταλλικές φούντες. Η δημιουργία αυτού του κεφαλοκαλύμματος αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολη, με αποτέλεσμα να κατασκευαστούν πολλά τέτοια, με επικρατέστερο τελικά το «στέμμα» που δημιούργησε ο Γιώργος Παλυβίδας. Έχει δωρίσει μάλιστα ένα στο Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα και ένα στο Λύκειο των Ελληνίδων Αθηνών. Τα κοσμήματα τα κατασκεύασε ο καλλιτέχνης και μουσειογράφος Σταμάτης Ζάννος. Όλες οι ιδέες πέρασαν σε μια μακέτα. Το περίπλοκο αυτό ένδυμα ανέλαβαν να κατασκευάσουν με πολύ κέφι οι βλάχικης καταγωγής μοδίστρες, που με τον ίδιο ενθουσιασμό κατασκεύασαν τα μεγαρίτικα φορέματα του χορού με τις οριζόντιες πάστες και τις κατακόρυφες φλέγες. Στη γενική δοκιμή ο Βασίλης Ζηδιανάκης είχε την ιδέα να στάξουμε σταγόνες σιλικόνης με ενσωματωμένη χρυσόσκονη σε διάφορα σημεία του ντουλαμά, που λαμπύριζαν στο φως.