Δεύτερη φορά που συμμετέχετε στο «Κοντραμπάσο», τι έχει αλλάξει αυτήν τη φορά, θα ρωτήσουμε τον Δημήτρη Φωτίου, για να πει ότι: «Όταν έχεις ασχοληθεί με ένα κείμενο πάρα πολύ και για κάποιον λόγο το ξαναπιάνεις μετά από καιρό, είναι σαν να το γνωρίζεις ξανά από την αρχή. Γιατί όσα πράγματα κι αν θυμάσαι από την πρώτη φορά, και σε σχέση με τον χαρακτήρα και σε σχέση με το κείμενο το ίδιο, είναι διαρκώς μια διαδικασία που ανακαλύπτεις πράγματα ξανά από την αρχή. Εντοπίζεις λεπτομέρειες που δεν τις είχες προσέξει και είναι μια μοναδική ευκαιρία -γιατί όταν παίζουμε ένα κείμενο μετά από καιρό λέμε «αχ, αν το έκανα τώρα θα το έκανα έτσι, θα έβαζα αυτό κι εκείνο»-, και σ’ αυτό το επίπεδο είμαι τυχερός γιατί μπορώ να το ξανακάνω. Μπορώ να προσθέσω στοιχεία, τα οποία είχαμε εντοπίσει ότι ήθελαν λίγη προσοχή περισσότερη και τώρα είναι μια καλή ευκαιρία να τα φωτίσουμε λίγο παραπάνω».
Τι είναι το «Κοντραμπάσο» θα τον ρωτήσουμε, για να απαντήσει: «Το Κοντραμπάσο είναι ένα κείμενο που το έγραψε ο Πάτρικ Ζίσκιντ, που τον ξέρουμε όλοι ως τον συγγραφέα του διηγήματος «Το Άρωμα» που έγινε και ταινία μετά. Είναι ένα κείμενο που με αφορμή το μουσικό όργανο κοντραμπάσο μάς μιλάει για τη ζωή ενός κοντραμπασίστα. Ένας κοντραμπασίστας που είναι λίγες ώρες πριν πάει να παίξει σε μια πρεμιέρα ενός φεστιβάλ και μας μιλάει με αφορμή το μουσικό όργανο για τη σχέση του με τη ζωή, τη μοναξιά, τον έρωτα, το πώς το όργανο τον καθόρισε ως χαρακτήρα. Γιατί το κοντραμπάσο -όπως λέει και ο ίδιος ο ήρωας- είναι το πιο σημαντικό όργανο σε μια ορχήστρα, αφού έχει τη βάση του πολύ χαμηλά και κρατάει ολόκληρη την ορχήστρα, αλλά δεν τυγχάνει της αναγνώρισης που του αξίζει». Βρίσκεται στις πίσω σειρές στις συναυλίες, άλλωστε... «Ακριβώς, βρίσκεται στις πίσω σειρές, δεν το προσέχει κανένας ποτέ, δεν δίνει κανείς ιδιαίτερη σημασία στους κοντραμπασίστες. Το περιγράφει ο Ζίσκιντ πολύ αριστοτεχνικά αυτό και πρέπει να πω πως και μουσικοί που έχουν δει την παράσταση και ειδικά κοντραμπασίστες ταυτίζονται απόλυτα με όλο αυτό». Και λόγω της θέσης του κοντραμπάσου στην ορχήστρα δεν μπορεί να προσεγγίσει και τον έρωτά του, «Είναι κρυφά ερωτευμένος με τη μετζοσοπράνο που τραγουδάει με την ορχήστρα, αυτή δεν τον ξέρει καν, δεν τον έχει προσέξει ποτέ. Ζει έναν μονόπλευρο έρωτα...».
Είναι κωμωδία ή δράμα, η ερώτηση στον Δημήτρη Φωτίου, που θα σημειώσει ότι: «Είναι και τα δύο. Πραγματεύεται πολύ έντονα το θέμα της μοναξιάς. Κατά την ανάγνωση που κάναμε τόσο η σκηνοθέτης της παράστασης, η Χρυσούλα Χρήστου, όσο κι εγώ είδαμε ότι όλο αυτό παρουσιάζεται μ’ έναν κωμικοτραγικό τρόπο. Το κείμενο δεν είναι δραματικό αν αυτό περιμένει να δει κανείς, έχει βαθιά κωμικές στιγμές που αναδεικνύονται όμως ως κωμικές μέσα από την τραγικότητα του ήρωα. Γεννιέται γέλιο στον θεατή, ένα πικρό γέλιο, αλλά παρ’ όλα αυτά προσωπικά το εντάσσω στην κωμωδία. Είναι θαυμαστή η ισορροπία του ανάμεσα στο δραματικό και το κωμικό, καθώς, εξερευνώντας τη σχέση τού μουσικού με το όργανό του, φωτίζει παράλληλα τον ρόλο του κοντραμπάσου και του μουσικού στην ορχήστρα και τη ζωή» θα σημειώσει για να αναφερθεί ακολούθως και στη σχέση του με τη μουσική: «Εγώ ταυτίστηκα και σε επίπεδο μουσικής. Γενικά το πώς προσεγγίζει ο ήρωας τη μουσική, ο τρόπος που την υμνεί, είναι κάτι που κι εμένα με εκφράζει βαθιά. Βρήκα πολλά κοινά στοιχεία με τον ήρωα και δεν είναι συχνό στο θέατρο αυτό, το να βρίσκεις σημεία επαφής με τους χαρακτήρες που υποδύεσαι δηλαδή. Βέβαια είναι και λίγο παγίδα αυτό γιατί μπορεί να πέσεις στην παγίδα του συναισθήματος όταν νιώθεις ότι αγγίζεις πολύ τον χαρακτήρα και το συναίσθημα μ’ αυτήν την έννοια είναι πολύ κακός σύμβουλος για τον ηθοποιό, από την άλλη βοηθάει κιόλας να βρεις εύκολα τα σημεία εκείνα του χαρακτήρα που θα σε βοηθήσουν να τον υποδυθείς». Η παράσταση παίζεται σε έναν καινούργιο χώρο, «Το Κέντρο Ερευνας Θεάτρου και Χορού +ΠΛΗΝ» είναι ένας νέος χώρος στη Λάρισα, δεν είναι αμιγώς θέατρο, είναι ένα εργαστήρι θεάτρου και χορού, που ο συνάδελφος Ηρακλής Τζαφέτας μαζί με τη Βασιλική Σουλτούκη το ξεκίνησαν εδώ και λίγο καιρό και κάνουν εξαιρετική δουλειά. Έχουμε ανάγκη από νέες σκηνές επαγγελματικές στην πόλη, έχουμε ανάγκη από υγιή ανταγωνισμό. Θέλω να τους ευχαριστήσω πάρα πολύ για τη φιλοξενία, γιατί άνοιξαν τις πόρτες του χώρου τους διάπλατα. Φυσικά θέλω να ευχαριστήσω και τη Χρυσούλα Χρήστου που με άντεξε, με ανέχτηκε και με καθοδήγησε» θα σημειώσει καταληκτικά ο Δημήτρης Φωτίου.
Θανάσης Αραμπατζής