Ο Αλέξης Παπαχελάς ήταν τότε 13 χρόνων. Σήμερα έρχεται να προσθέσει σε μια πλούσια σειρά βιβλίων του για τη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας ένα συνθετικό ερευνητικό έργο, που τιτλοφορείται «Ένα σκοτεινό δωμάτιο 1967-1974» και κυκλοφόρησε προ ολίγων ημερών από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Το βιβλίο έχει υπότιτλο «Ο Ιωαννίδης και η παγίδα της Κύπρου. Τα πετρέλαια στο Αιγαίο. Ο ρόλος των Αμερικανών» και αναφέρεται σε όλο το διάστημα της επτάχρονης δικτατορίας, αλλά έχει ως αιχμή του τον Ιούλιο του 1974, όταν ύστερα από την παταγώδη πολιτική αποτυχία τους οι στρατιωτικοί αναγκάστηκαν να δεχτούν μεταβατική κυβέρνηση υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, για να περάσουμε λίγο αργότερα πλησίστιοι στην εποχή της Μεταπολίτευσης κατά τη διάρκεια της οποίας θα αλλάξουν τα πάντα. «Η γενιά μου», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αλ. Παπαχελάς με αφορμή το βιβλίο του, «πολιτικοποιήθηκε πρόωρα ενόσω δεν μπορούσε ακόμη να συνειδητοποιήσει τι ήταν η χούντα. Το Πολυτεχνείο και η Μεταπολίτευση με καθόρισαν, είναι οι δύο ιστορικοί μύθοι της γενιάς μου που ήθελα να διερευνήσω και να κατανοήσω».
O ΑΟΡΑΤΟΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΑΣ
Μια από τις βασικές γραμμές του βιβλίου είναι οι εσωτερικές αντιθέσεις του καθεστώτος και κεντρικό του πρόσωπο ο «αόρατος δικτάτορας» Δημήτρης Ιωαννίδης. Ήδη από το 1968, ο Ιωαννίδης θεωρεί ότι ο Παπαδόπουλος έχει ξεκινήσει να απομακρύνεται από τα ιδανικά της επανάστασης με αποκορύφωμα την απόπειρα φιλελευθεροποίησης, που οδήγησε το 1973 στο Πολυτεχνείο και στον εξοβελισμό του από την εξουσία, με σιδερένια πρωτοβουλία του «αόρατου δικτάτορα». Η βαριά σκιά των ΗΠΑ δεν έλειψε ποτέ από τα κρυφά παιχνίδια των δικτατόρων, από τα σκοτεινά δωμάτια μέσα στα οποία παίχτηκε η τύχη της Ελλάδας και της Κύπρου. Δωμάτια που ξεκλειδώνουν τώρα χάρη στα πολλαπλά αποχαρακτηρισμένα έγγραφα που φέρνει στο φως ο ερευνητής, όπως και χάρη στις συνεντεύξεις του ίδιου με δεκάδες ‘Έλληνες και Αμερικανούς οι οποίοι διαδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο: με πολιτικούς, στρατιωτικούς, διπλωμάτες και ανθρώπους των μυστικών υπηρεσιών. «Η μια θεματική κατεύθυνση του βιβλίου», παρατηρεί ο Αλ. Παπαχελάς, «είναι οι αντιφάσεις και οι αντιθέσεις μεταξύ των πρωτεργατών της χούντας με κορύφωση την απομάκρυνση του Παπαδόπουλου και την επικράτηση του Ιωαννίδη, ενός μονήρους εθνικιστή, ο οποίος ήταν πολύ διαφορετικός από τον ιδιαιτέρως πολιτικό προκάτοχό του. Η άλλη κατεύθυνση έχει να κάνει με την πολιτική κυνικού ρεαλισμού των ΗΠΑ η οποία κατέληξε στην τραγωδία του 1974».
ΤΑ «ΕΡΓΑΛΕΙΑ» ΤΩΝ ΗΠΑ
Σύμφωνα με το βιβλίο, τα «εργαλεία» που χρησιμοποιούσαν οι ΗΠΑ για να ελέγχουν τις ελληνικές κυβερνήσεις ήταν ο ελλιμενισμός του Έκτου Στόλου στη Σαλαμίνα και η βάση της Σούδας στην Κρήτη. Με αυτά πίεζαν ή απειλούσαν τους δικτάτορες (με το αν θα διατηρούνταν ή με το αν θα εφαρμόζονταν οι σχετικές συμφωνίες) την ώρα που η αμετακίνητη έγνοιά τους για την Ελλάδα και για την ανατολική Μεσόγειο ήταν μία: η προστασία της Αμερικής και του Ισραήλ από την Αίγυπτο και τη Συρία κατά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Αυτή ακριβώς η μέριμνα επέτρεψε στους Αμερικανούς να άρουν το εμπάργκο όπλων κατά της Ελλάδας λόγω της δικτατορίας και να αναγνωρίσουν όλα τα προσεχή χρόνια το δικτατορικό καθεστώς. Στο μεταξύ, ο υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ, εν μέσω του σκανδάλου του Λευκού Οίκου και του Νίξον, ουδέποτε αποπειράθηκε την οποιαδήποτε παρέμβαση κατά του Ιωαννίδη και κατά της δικτατορίας εν γένει. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο μοναδικός αγωγός επικοινωνίας του Ιωαννίδη με τις ΗΠΑ δεν ήταν η πολιτική ή η διπλωματική οδός, αλλά η επαφή με τη CIA και με ορκισμένους αντικομμουνιστές πράκτορες όπως ο ελληνικής καταγωγής Γκαστ Αβρακότος ή Αβράκωτος, που αντιπαθούσε εξίσου τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Η ΕΙΣΒΟΛΗ
Κάπως έτσι σχηματίζεται στο μυαλό του Ιωαννίδη η ιδέα πως έχει την άδεια να ρίξει τον Μακάριο, ο οποίος προσπαθεί να απαλλάξει την Εθνική Φρουρά της Κύπρου από την αλλοίωση την οποία επιχειρεί στη σύνθεσή της η Αθήνα με Έλληνες αξιωματικούς ταγμένους στο πλευρό της ΕΟΚΑ Β’ και του στρατηγού Γρίβα-Διγενή, που πρέσβευαν την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Μετά το πραξικόπημα του Σαμψών κατά του Μακαρίου, οι ΗΠΑ διστάζουν για άλλη μια φορά να καταγγείλουν την Αθήνα ενόσω πολλοί Αμερικανοί παράγοντες έχουν προειδοποιήσει για την ισχυρή πιθανότητα τουρκικής εισβολής. Οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται πρωτίστως για τη συνοχή του ΝΑΤΟ και για την αποτροπή μιας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης. Γι’ αυτό και όταν εκδηλώνεται η εισβολή στη μεγαλόνησο ουδείς είναι πρόθυμος να εμποδίσει τους Τούρκους και το τέλος του Ιωαννίδη καταφτάνει με μοιραίο τρόπο. Κανένας από τους στρατιωτικούς και τους πολιτικούς της δικτατορίας δεν εννοεί να ακούσει το παραλήρημά του για την Ένωση και για την κήρυξη πολέμου κατά της Τουρκίας. Η εποχή κατά την οποία ο Ιωαννίδης μεγαλοπιάνεται και ονειρεύεται, με αφορμή τον εντοπισμό πετρελαίου στον Πρίνο (στις αρχές του 1974), μυθικά πλούτη για την Ελλάδα (με τους Τούρκους να ξεκινούν τις σημερινές θαλάσσιες διεκδικήσεις στο Αιγαίο) φαντάζει εξαιρετικά μακρινή.
Με το στρατιωτικό και πολιτικό χάος που ακολουθεί στις παραμονές της δεύτερης εισβολής, και με πρόεδρο πλέον των ΗΠΑ τον Φορντ, ο Κίσινγκερ θα δώσει σταθερά την προτεραιότητα στην Τουρκία - και θα τη δώσει ακόμα κι όταν με εδραιωμένη τη δεύτερη εισβολή, θα αρχίσει να συζητάει τα εδαφικά ποσοστά μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Και θα επιμείνει στο ίδιο ακόμα κι όταν το Κογκρέσο θα κηρύξει εμπάργκο στην παροχή εξοπλισμών στην Τουρκία, δαιμονίζοντας τον Αμερικανό πρόεδρο.
Πέραν του ερευνητικού του βάθους και της συστηματικής παράθεσης πληθώρας τεκμηρίων, το βιβλίο του Αλ. Παπαχελά αποτελεί ένα αφήγημα με διαστάσεις πολιτικού θρίλερ, όπου πρωταγωνιστούν πραξικοπήματα και αδιαφανή δίκτυα συνωμοσίας, χωρίς, βεβαίως, ίχνος συνωμοσιολογικού πνεύματος από την πλευρά του συγγραφέα. Μια από τις κορυφαίες στιγμές είναι οπωσδήποτε η συναρπαστική (μέσα στη γενική της σύγχυση και απόγνωση) συνεδρίαση του Πολεμικού Συμβουλίου αμέσως μετά την εισβολή στην Κύπρο. Το σπουδαιότερο, πάντως, χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι ο συνδυασμός της ερευνητικής δημοσιογραφίας με την ιστορική έρευνα. Όπως υπογραμμίζει ο Αλ. Παπαχελάς στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Η ερευνητική δημοσιογραφία και η ιστορική έρευνα βρίσκονται ούτως ή άλλως πολύ κοντά, αλλά η ιστορική έρευνα αποκτά μεγαλύτερο βάρος όταν τα γεγονότα έχουν ‘’στεγνώσει’’ και μπορούν να μιλήσουν τα ανοιγμένα αρχεία και τα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στο βιβλίο».