Ο Γ. Αδάμος, επηρεασμένος από την Πυθαγόρειο φιλοσοφία, το φιλοσοφικό έργο του Επίκτητου, του Allan Watts, αλλά και από τον «Πρίγκιπα» του Niccolo Machiavelli, αντανακλά τις ιδέες τους στα ποιήματά του δίνοντας όμως τη δική του όψη στη σύνδεση αυτών. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του γράφει χαρακτηριστικά: «Γύρισε αυτές τις σελίδες και ταξίδεψε μαζί μου στο σκοτάδι και ίσως εκεί να βρεις το φως. Αρκεί να μην είσαι δειλός, γιατί εγώ στο σκοτάδι δεν δείλιασα ποτέ να ταξιδέψω…»
Ειδικότερα το έργο χωρίζεται σε τρεις δονήσεις (τρία μέρη). Το υπερβατικό και το υπερφυσικό στοιχείο κυριαρχούν, καθώς, όπως επισημαίνεται στο εισαγωγικό ποίημα της πρώτης δονήσεως «Ποιητής διάβολος», «Η ποίηση είναι ελευθερία, ο λυρισμός διαβάλλει την πραγματικότητα».
Μέσα από τη διαδοχική σειρά των ποιημάτων, καθένα από τα οποία έχει προπάντων αυτούσια ύπαρξη, των συνδέσεών τους και του συμβολισμού συντίθεται ένα ονειρικό, μια ιστορία βγαλμένη από την φαντασία, όσο και από την πραγματικότητα.
Όπως αναφέρει ο ποιητής στο εισαγωγικό σημείωμα του οπισθόφυλλου «Μέσα στα γράμματα και τις σελίδες πάντα έβρισκα καταφύγιο, τη διαφυγή από την πραγματικότητα που προσφέρει δημιουργία. Μαγική δημιουργία! Έμαθα να διαβάλλω την πραγματικότητα με τον λυρισμό, αυτός είναι ο τρόπος μου, ο τρόπος του Γιώργου Διαβόλου! Σέρνω τη ζωή μου στα όνειρα, τα όνειρα είναι οι ανάσες μου και όταν επιστρέφω στην πραγματικότητα φέρνω και ένα κομμάτι ονείρου πίσω. Τα αγαπημένα μου λόγια σε αυτή τη ζωή είναι τα λόγια του αφέντη μου Charles Baudelaire: Όνειρα! Πάντα όνειρα! Και όσο πιο φιλόδοξη και ευαίσθητη είναι μία ψυχή, τόσο απομακρύνονται από την πραγματικότητα τα όνειρά της.
Τη φιλολογική επιμέλεια είχε η Ελένη Χονδρονάσιου. Ο πίνακας του εξωφύλλου είναι δημιουργία του Μάξιμου Μανώλη.