έργο της Λαρισαίας εικαστικού Μαρίας Παναγιώτου. Το έργο προσπαθεί να ανιχνεύσει αχαρτογράφητες και μυστικές πτυχές του γυναικείου ψυχισμού, όπως τόνισε η κ. Παναγιώτου στην «Ε», με τρόπο που να δοκιμάσει και να ξορκίσει φόβους και ανασφάλειες, να μορφοποιήσει τις στιγμές του λαβώματος και της απώλειας, της ερωτικής έλξης και της βίας, της αισιοδοξίας και της υπέρβασης. Για τη δημιουργία του έργου η Λαρισαία εικαστικός χρησιμοποίησε μαλλί (νήμα), βαμβάκι (σεντόνι), πηλό και ακρυλικά χρώματα για ύφασμα, οι διαστάσεις του δε ήταν 8 μέτρα ύψος και 2,8 μέτρα φάρδος.
Αναλυτικά, μιλώντας για το έργο της τόνισε ότι: «H εγκατάσταση του έργου μου, με συγκεκριμένη εννοιολογική σημασία σε δημόσιο χώρο και στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με τίτλο «Το Εικαστικό έργο στον δημόσιο χώρο», στην πρόσοψη του Πολιτιστικού Κέντρου του Μύλου του Παππά, σκοπό είχε σαν ένας μανδύας ο οποίος γίνεται βιωματικός με κάποιον τρόπο να ενσωματωθεί και να χαρακτηρίσει τον χώρο.
Έργο που ανιχνεύει αχαρτογράφητες και μυστικές πτυχές του γυναικείου ψυχισμού, με τρόπο που να δοκιμάσει και να ξορκίσει φόβους και ανασφάλειες, να μορφοποιήσει τις στιγμές του λαβώματος και της απώλειας, της ερωτικής έλξης και της βίας, της αισιοδοξίας και της υπέρβασης. Η εικόνα επικαλείται κάτι περισσότερο από το προφανές, επιχειρεί να αφηγηθεί μια ιστορία σε ευθεία αντιστοιχία με ψυχικές και συναισθηματικές καταστάσεις, συγκινήσεις και βιώματα. Προσπαθώ να δείξω την αντίφαση του ίχνους με τον χώρο. Την πνευματική καθαρότητα ανέπαφη απ’ τη σωματική δράση και τον φορτισμένο ιστορικά χώρο - κτίσμα και να αναδείξω το ίχνος – σημάδι κόπου των υπολοίπων κατοίκων του κάμπου» ανέφερε καταληκτικά η Λαρισαία εικαστικός.
Θ.Α.