εκδόσεις Κίχλη). Ενταγμένος από τα νιάτα του στην Αριστερά (με την ηγεσία της οποίας θα διαφωνήσει αργότερα ποικιλοτρόπως), ο Πατρίκιος, που γεννήθηκε το 1928, αρχίζει να γράφει ποίηση από τα στρατόπεδα της εξορίας στα οποία βρέθηκε λίγο μετά τον τερματισμό του Εμφυλίου και κατόπιν από το Παρίσι της δεκαετίας του 1960, όπου πήγε αργότερα για να συνεχίσει τις σπουδές του. Κι αν στα πρώτα βιβλία του ο ποιητής καταπιάστηκε με τα πάθη της πολιτικής και της Ιστορίας, που αποτέλεσαν σάρκα εκ της σαρκός του (τα βίωσε στο πετσί του), γρήγορα θα καταφέρει να απομακρυνθεί από αυτά, προκειμένου να στραφεί σε πιο εσωτερικές περιοχές, σε τόπους όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο διεκδικεί ο έρωτας. Ερωτικά ποιήματα, βεβαίως, ο Πατρίκιος δεν θα πάψει να γράφει ποτέ, αλλάζοντας, φυσικά, με την παρέλευση των χρόνων, το ύφος και την αρχιτεκτονική της έκφρασής του. Έτσι, από τους ρεμβαστικούς τόνους οι οποίοι θα επικρατήσουν κατά τη διάρκεια της νεανικής του ηλικίας, με ένα ανάμεικτο αίσθημα απογοήτευσης και πλησμονής να κρύβεται πίσω από την κάθε του σχεδόν λέξη, ο Πατρίκιος περνά, ωριμάζοντας, σ' ένα ρεαλιστικό και ταυτοχρόνως στοχαστικό τοπίο, πλημμυρισμένο, όμως, από μυρωδιές και χρώματα: μυρωδιές και χρώματα που θα εξακολουθήσουν να δίνουν στον έρωτα μια μοναδική δύναμη αναζωογόνησης και ανάτασης.
Ο έρωτας, αν και μόνο στο μνημονικό επίπεδο, δε λείπει και από το πρόσφατο βιβλίο του, που αποτελείται από έντεκα ποιήματα, γραμμένα κατά τη διάρκεια της καραντίνας της περασμένης άνοιξης. Κι ενώ οι ημέρες της καραντίνας έχουν ξεκινήσει ξανά, ο Πατρίκιος θέλει να μας συντροφέψει με ποιήματα που μιλούν όχι τόσο για τον έρωτα, όσο περισσότερο για την καθημερινότητα ενός ποιητή, ο οποίος από τη μια πλευρά ανακαλεί τον παλαιότερο επαναστατημένο εαυτό του (ο τίτλος της σημερινής συλλογής παραπέμπει στον «Χωματόδρομο» του 1954, το πρώτο ποιητικό του βιβλίο) ενώ από την άλλη ανακινεί μια σειρά από θέματα της ώριμης ηλικίας, που συνοψίζουν μια κατασταλαγμένη φιλοσοφία ζωής - θέματα όπως η πάλη ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, η επίγνωση πως κανένα τέλος δεν είναι οριστικό και πως τα πάντα μπορούν ανά πάσα στιγμή να προχωρήσουν από την αρχή, η σύγκρουση του φωτός με το σκοτάδι, η μόνιμη ανησυχία του θανάτου (χωρίς να υποβιβάζεται κανένας ζωτικός πόρος), η ερωτική μνήμη και η μνήμη της αγάπης (αμφότερες δυναμώνουν όσο ενισχύεται η αίσθηση της απουσίας του άλλου), η προσδοκία του ταξιδιού και της διαφυγής, η πίστη σε όσα πρόκειται να έρθουν, αλλά και η αναπόληση των στιγμών της ευτυχίας.