της Επιδαύρου για να ερμηνεύσει έργα του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Το εμβληματικό αρχαίο θέατρο υποδέχεται ένα κορυφαίο μουσικό γεγονός, με μια πρόταση που διευρύνει καλλιτεχνικά την εμπειρία των φεστιβαλικών χώρων, προτείνοντας μια αντισυμβατική «κατοίκησή» τους.
Η παρουσία του Καβάκου στην Επίδαυρο μας επαναφέρει στην πρωτογενή λειτουργία του θεάτρου, ως τόπου ίασης, ανακούφισης και θεραπείας. Στον τόπο λατρείας του θεού Ασκληπιού, ο Καβάκος μοιράζεται με το κοινό μια σπάνια στιγμή ανάτασης, μια μουσική προσευχή στην εποχή της πανδημίας. Όπως αναφέρει το Φεστιβάλ Αθηνών, με αυτόν τον τρόπο στέλνει το δικό του μήνυμα ελπίδας για τη μεγάλη δοκιμασία που βιώνει η ανθρωπότητα παγκοσμίως.
Οι «σονάτες και παρτίτες για σόλο βιολί» του 1720 είναι από τα βασικά έργα ρεπερτορίου που τοποθετούν το βιολί στο επίκεντρο. Μάλιστα, ο Μπαχ είχε αρχικά τιτλοφορήσει αυτά τα κομμάτια «Έξι σόλο έργα για βιολί δίχως συνοδεία», θέλοντας να καταδείξει την αυτάρκεια του βιολιού ως σολιστικού οργάνου. Οι τρεις σονάτες είναι γραμμένες σε μια φόρμα σονάτας της εποχής του Μπαρόκ που έχει επικρατήσει να ονομάζεται «εκκλησιαστική σονάτα»: αποτελείται από τέσσερα μέρη, από τα οποία το πρώτο είναι σε αργό τέμπο, για να το διαδεχτεί ένα μέρος γρήγορο, εναλλαγή που τηρείται και στα επόμενα δύο. Αντιθέτως, οι παρτίτες αποτελούνται από ένα σύνολο κομματιών σε χορευτικούς ρυθμούς, γι’ αυτό άλλωστε κάθε μέρος έχει και τη χαρακτηριστική ονομασία που παραπέμπει σε αυτούς (Λουρ, Γκαβότ, Μενουέτο, Ζίγκα κ.ά.). Η παρτίτα παραπέμπει ευθέως στην μπαρόκ σουίτα, μια μορφή σύνθεσης που αποτελείται και αυτή από σειρά χορών. Ο Μπαχ χρησιμοποιούσε τους δύο όρους με σχετική ευχέρεια και ελευθερία, κάτι το οποίο γίνεται εύκολα αντιληπτό αν παρατηρήσουμε ότι ένα από τα σημαντικότερα έργα του, το οποίο μάλιστα γράφτηκε περίπου την ίδια περίοδο, ήταν οι περίφημες «Έξι σουίτες για σόλο τσέλο».
Η προπώληση των εισιτηρίων θα ξεκινήσει την επόμενη εβδομάδα.
Το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου θα πραγματοποιηθεί ακολουθώντας τις ειδικές οδηγίες των υγειονομικών αρχών με προτεραιότητα τη δημόσια υγεία και με αίσθημα ευθύνης απέναντι στο κοινό και τους καλλιτέχνες.