να οδηγήσουν στην επανέκθεση της περίφημης «Κραυγής» του Έντβαρντ Μουνκ για το κοινό. Ο Μουνκ δημιούργησε πολλές εκδοχές της «Κραυγής» με διαφορετικά μέσα και το ομώνυμο μουσείο στο Όσλο έχει μια από τις δύο ζωγραφικές εκδοχές (1910) και ένα παστέλ. Όμως, η έκδοση του 1910 έχει εκτεθεί ελάχιστες φορές από το 2006 μέχρι σήμερα, επειδή η χρωστική θειούχου καδμίου, που περιέχει, είναι ιδιαιτέρως ευάλωτη στην παραμικρή μεταβολή.
Οι χαρακτηριστικές κίτρινες πινελιές από κάδμιο στον ουρανό και στην κεντρική φιγούρα έχουν ήδη ξεθωριάσει προς το λευκό και το πηχτό χρώμα της λίμνης στην κυριολεξία ξεφλουδίζει. Για να ανακόψει τη φθορά της «Κραυγής» το μουσείο στο Όσλο κρατά σχεδόν πάντα την «Κραυγή» μακριά από τα βλέμματα των επισκεπτών, σε χώρο με ελεγχόμενο φως και 50% υγρασία.
Τώρα, μια νέα χημική ανάλυση του πίνακα δείχνει πως για την αλλοίωση δεν ευθύνεται σχεδόν καθόλου το φυσικό φως, παρά μόνο η υγρασία, όπως εξηγεί η χημικός του Ιταλικού Ερευνητικού Συμβουλίου στην Περούτζια, Λετίτσια Μονικό. Η νέα παρατήρηση μπορεί να επηρεάσει τη συντήρηση και άλλων πινάκων από σύγχρονους καλλιτέχνες του Μουνκ, όπως ο Ανρί Ματίς και ο Βαν Γκογκ, που σε πολλά έργα τους χρησιμοποίησαν κάδμιο κατά τις ίδιες χρονολογίες.
Η παλιότερη ζωγραφική εκδοχή της «Κραυγής», του 1893, βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη της Νορβηγίας, ενώ μια τέταρτη εκδοχή, σε παστέλ, έχει περάσει στην ιδιοκτησία του Νορβηγού δισεκατομμυριούχου Πέττερ Όλσεν. Η εξπρεσιονιστική «Κραυγή» απεικονίζει μια φιγούρα γεμάτη αγωνία με φόντο έναν κόκκινο ουρανό. Για πολλούς συμβολίζει τον υπαρξιακό τρόμο. Το τοπίο στο υπόβαθρο είναι το Οσλοφγιόρντ, όπως επιβεβαιώνει το χαρακτηριστικό σχήμα του λόφου Έκεμπεργκ στην Κριστιάνια - το μελλοντικό Όσλο της Νορβηγίας.
Ο πίνακας έχει υπάρξει στόχος πολλών κλοπών. Το 1994 είχε κλαπεί η εκδοχή της Εθνικής Πινακοθήκης και ανακτήθηκε αρκετούς μήνες αργότερα. Το 2004 κλάπηκαν από το Μουσείο Μουνκ η «Κραυγή» και η «Μαντόννα», ένας άλλος πίνακας του Μουνκ. Και οι δύο πίνακες ανακτήθηκαν το 2006 έχοντας υποστεί φθορές. Ο αρχικός γερμανικός τίτλος που είχε δοθεί στον πίνακα από τον Μουνκ ήταν «Der Schreider Natur», «Ο Λυγμός της Φύσης».
Σε μια σελίδα στο ημερολόγιό του με την επικεφαλίδα Νίκαια 22.01.1892, ο Μουνκ περιγράφει πώς εμπνεύστηκε τον αρχικό πίνακα: «Περπατούσα σ’ ένα μονοπάτι με δύο φίλους -ο ήλιος έπεφτε- ξαφνικά ο ουρανός έγινε κόκκινος σαν αίμα -σταμάτησα νιώθοντας εξαντλημένος, και στηρίχτηκα στον φράχτη- αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το μαύρο-μπλε φιόρδ και την πόλη - οι φίλοι μου προχώρησαν κι εγώ έμεινα εκεί τρέμοντας από την αγωνία».