Εν αναμονή, όμως, της φετινής ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη «Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς», που προς το παρόν, λόγω των συνθηκών, δεν θα απολαύσει το κοινό της πόλη μας, θα κάνουμε μια αναδρομή στο κινηματογραφικό σύμπαν του σκηνοθέτη.
Από τη Λεμεσό της Κύπρου ο Γιάννης Οικονομίδης καταλήγει στην Αθήνα, ακολουθώντας το μεράκι του για τον κινηματογράφο. Οι πρώτες του ταινίες στρέφονται στον άνθρωπο, διαθέτοντας περιβαντολογικές και ιστορικές προεκτάσεις. Το 1990 το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους του «Καλημέρα Νύχτα», έχει ως θεματική του την οικολογική καταστροφή. Το 1994 το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ «Μυρίζοντας μόνο γιασεμί», αναφέρεται στην περίοδο της κατοχής και στις αληθινές ιστορίες ανθρώπων που βασανίστηκαν στα κρατητήρια της Κομαντατούρ, δίπλα στον θρυλικό κινηματογράφο «Άστυ» των Αθηνών. Το 1995 στο ντοκιμαντέρ «Η ζωή που θα ‘θελες» ζωντανεύουν οι αναμνήσεις Κυπρίων για τις χαμένες πατρίδες μετά το πραξικόπημα του 1974, ενώ στην ταινία μυθοπλασίας «Σταδιακή Βελτίωση του καιρού» το 1992 στρέφει το κινηματογραφικό του μάτι πιο βαθιά στην ανθρώπινη φύση.
Το 2002 ο Οικονομίδης παρουσιάζει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το «Σπιρτόκουτο». Από τότε μέχρι και σήμερα η κινηματογραφική του οπτική σοκάρει κάποιους. Για ποιο λόγο, όμως, σοκάρει ένα κινηματογραφικό σύμπαν που απογυμνώνει την κοινωνία από τη μάσκα της υποκρισίας; Πώς πιστεύουμε ακόμα ότι δεν υπάρχουν γύρω μας συγκρούσεις, οι οποίες ξεπερνούν τα ανθρώπινα όρια; Αυτά τα όρια, που άλλοι τα αναγνωρίζουν και κάνουν ένα βήμα πίσω, την ίδια στιγμή που άλλοι τα ξεπερνούν, θέτουν σε εγρήγορση τους ήρωες του Οικονομίδη.
Ο Δημήτρης (Ερρίκος Λίτσης) στο «Σπιρτόκουτο» (2002) είναι ο πρώτος τραγικός ήρωας του σκηνοθέτη. Ένας πατέρας-αγωνιστής, που μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού προσπαθεί να ανταποκριθεί στις επαγγελματικές και προσωπικές του υποχρεώσεις. Δυστυχώς η γυναίκα και τα παιδιά του τον αποκλείουν από τις ζωές τους με τον πιο άσχημο τρόπο. Συμπάσχουμε με τον Δημήτρη και ναι, οι βωμολοχίες και οι φωνές του δεν σοκάρουν. Εκείνο που σοκάρει είναι η απόγνωση ενός πατέρα, ενός ανθρώπου που απλώνει το χέρι του να βοηθήσει και να βοηθηθεί. Στο τέλος, όταν τα ψέματα τον λυγίζουν, βρίσκει ανταπόκριση στη φιλία και την μπέσα. Βρίσκει ένα φως ανθρωπιάς και ζεστασιάς, αυτή τη μικρή φροντίδα που του δίνει κουράγιο να επιστρέψει σε μια δύσκολη καθημερινότητα.
Το 2006 ο Οικονομίδης επιλέγει για δεύτερη φορά τον Ερρίκο Λίτση ως πρωταγωνιστή της ταινίας του «Η Ψυχή στο στόμα». Σκιαγραφεί και πάλι έναν πατέρα, τον Τάκη. Τώρα όμως, η εκκωφαντική σιωπή του Τάκη, είναι το «εργαλείο» που φτάνει το μαχαίρι στο κόκκαλο. Η απιστία, η βία, λεκτική και σωματική που υπομένει ο Τάκης, αλλά παρατηρεί και γύρω του, συσσωρεύουν όσα έχει θάψει μέσα του. Σαν ψάρι έξω από το νερό ο Τάκης δεν αντιδρά στο ξύλο, στις βρισιές, στις απειλές. Δέχεται το σκληρό πρόσωπο ανδρών και γυναικών, αλλά ο Οικονομίδης αφήνει και πάλι μια μικρή πόρτα ανοιχτή στη φιλία και τη μπέσα, χωρίς να επιτρέπει στον κινηματογραφικό του ρεαλισμό να παρεκτραπεί.
Ο «Μαχαιροβγάλτης» (2010) είναι η επόμενη μεγάλου μήκους ταινία του. Εδώ, έρχεται στο προσκήνιο της πλοκής, εν μέσω της οικονομικής κρίσης, ο χαρακτήρας του Νίκου (Στάθης Σταμουλακάτος). Ο ανιψιός-κηφήνας, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς τύπους ανθρώπου, γίνεται αρχικά αντιπαθής. Επιβουλεύεται τη ζωή, τη γυναίκα και την καλοσύνη του θείου του Αλέκου (Βαγγέλης Μουρίκης). Σε μια περίοδο που η κρίση βαθαίνει στη χώρα ο νεοέλληνας αγωνίζεται για μια διέξοδο και μια καλύτερη ζωή. Ο τρόπος με τον οποίο ο καθένας την εξασφαλίζει είτε μας ταυτίζει με τον αγωνιζόμενο θείο, είτε με τον μαχαιροβγάλτη Νίκο, γιατί ανέκαθεν το καλό με το κακό βάδιζαν μαζί. Το ασπρόμαυρο της οθόνης ταυτίζεται με το χρώμα της ψυχής του και ο Οικονομίδης μας δίνει, όπως πάντα, την αλήθεια.
Η έννοια της μπέσας επιστρέφει το 2014 με τον χαρακτήρα του Στράτου (Βαγγέλης Μουρίκης) στην ταινία «Το μικρό Ψάρι». Απόλυτα μόνος, χωρίς συγγενικούς δεσμούς, και με ένα παρελθόν βίας, ο Στράτος μένει πιστός στους φίλους του, αλλά και στην παλιά του ζωή εκτελώντας συμβόλαια θανάτου. Αυτό το προφίλ του γκάνγκστερ, ενός ανθρώπου που έχει βάψει με αίμα τα χέρια του, δεν του αποκλείει να έχει ηθικούς φραγμούς και ευαισθησία. Η προστασία της μικρής κόρης της γειτόνισσας από τα σχέδια των ενηλίκων είναι η αποστολή που θα κρίνει το δικό του τέλος. Αν και το γνωρίζει, βαδίζει στο τέλος σαν σε γιορτή, σαν ήρωας από άλλη εποχή. Ο Οικονομίδης ντύνεται το ένδυμα του ποιητή και δίνει στους πρωταγωνιστές του τελικού δράματος το δικαίωμα στην ψυχική έκσταση πριν την πτώση και την ηθική εξύψωση του ήρωα. Όχι, ο Στράτος δεν είναι το μικρό ψάρι που το κατασπαράζει το μεγάλο και αδηφάγο ψάρι. Είναι η ελπίδα του Οικονομίδη, που την εκφράζει σε κάθε του δημιουργία, ότι μέσα στο ψέμα, τη μιζέρια και τη σαπίλα που κρύβεται σε κάθε γωνιά αυτής της γης υπάρχουν μικρά ψάρια, μικρές ψυχές ηρώων που κολυμπούν τη δική τους πορεία ενάντια σε καθετί μεγάλο που προσπαθεί να τις παρασύρει.
Μέσα σε αυτό το σύμπαν όπου κυρίως δρουν αντρικοί χαρακτήρες θα αναρωτηθεί κανείς ποια είναι η θέση της γυναίκας. Η απάντηση βρίσκεται στην ειλικρινή διάθεση του δημιουργού. Οι γυναίκες γίνονται ηθελημένα και μη οι ηθικοί αυτουργοί της δράσης και των πράξεων των ανδρών. Ο Οικονομίδης δεν αγιοποιεί τους γυναικείους χαρακτήρες των ταινιών του, δεν τους αποδίδει τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά της καλής και συναισθηματικής μητέρας και αψεγάδιαστης συζύγου. Αντίθετα, τους παρουσιάζει σε όλη την ανθρώπινη υπόστασή τους, με τα πάθη, τα ψέματα, την απιστία, το θυμό που αναβλύζει από τις καταστάσεις που βιώνουν, τα λάθη και τις αγωνίες μέσα στην πάλη τους να συμβιβαστούν ή να απεγκλωβιστούν από ό,τι τους πνίγει.
Ο Οικονομίδης μπορεί και σοκάρει γιατί βλέπει και αποτυπώνει την αλήθεια. Μια αλήθεια που οφείλουμε να αναζητούμε στον κινηματογράφο, γιατί μόνο τότε η κινηματογραφική τέχνη γίνεται δική μας, μέρος της ζωής μας.
Από τη Δέσποινα Τριανταφυλλίδου,
φιλόλογο, διδάκτορα Κινηματογράφου
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,
μέλος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου