Είναι μόνιμη αιτία για τους μεταξύ τους καβγάδες. Οι σαρακατσαναίοι παραβιάζουν τους βοσκότοπους των βλάχων. Αυτοί αντιδρούν. Ο μόλις ενηλικιωθείς Αποστόλης ξηγείται αντρίκια. «Ακούστε με καλά. Τα ζωντανά σας δεν θα τα ξαναφέρετε στα δικά μας λιβάδια». Όχι θα τα φέρουμε, λέν’ οι αντίπαλοι. «Αν τολμάτε φέρτε τα. Αύριο θα σας περιμένω. Θα σκοτώσω έναν, δυο, πέντε, δέκα. Όσους μπορέσω. Ποιος θα με κλάψει. Η μάνα μου, ο πατέρας μου ή τα παιδιά μου»; Μετά ας με πάρετε το τομάρι... Ο καημένος ήταν ορφανός. Δεν είχε γονείς, ούτε ήταν ακόμη παντρεμένος.
Ζήτησε λοιπόν από τον Κώστα να τον βοηθήσει. Να ‘ρθει την επομένη, που έκλεισε ραντεβού, στα μαρμαρένια αλώνια. Μην τον αφήσει μόνο του και τον βάλλουν στο τουλούμι. Εξ άλλου ο Κώστας είχε κάνει και καταδρομέας στον στρατό. Την επομένη ο Κώστας δεν εμφανίσθηκε. Ευτυχώς ούτε και οι άλλοι. Και πέρασαν κάποιες βδομάδες. Και να, ένα απομεσήμερο εμφανίζονται ούτε ένας ούτε δυο. Ήταν όλα τα αδέλφια, πέντε τον αριθμό από τους αντίπαλους. «Αχ, οι άτιμοι. Τώρα θα με φάνε» συλλογιέται. Όμως τον πλησιάζουν σε σχετικά απόσταση ασφαλείας και του λένε. «Αποστόλη, μη φοβάσαι. Δεν ήρθαμε για κακό. Έλα να φιλιώσουμε. Ας βγάλουμε μια φωτογραφία».
Αϊντε τώρα να τους εμπιστευθεί! Εκείνοι πιάνουν ένα κριάρι σημαδιακό. Είχε τέσσερα κέρατα και κουδούνι. Το κρατά ο ένας τους από τα κέρατα σαν να είχε γιαμάχα μηχανή. Οι άλλοι είχαν τα άλογά τους σαν τους κυρατζήδες. Ο Αποστόλης έχει στον ώμο του την κάπα και τον τουρβά με το φαΐ του. Πραγματικά ήταν η συμφιλίωση. Πρυτάνευσε η λογική και όχι το πάθος ή η εκδίκηση.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΑΡΗΣ