* Κύριε Ντικούλη, παράταση παραστάσεων για τον «Ράφτη Κυριών» του Θεάτρου Τεχνών. Τι πιστεύετε οδήγησε σε αυτή την εξέλιξη;
-Πιστεύω πως μετά τις πρώτες παραστάσεις, φάνηκε ότι το έργο έχει δυναμική. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Η επιλογή του έργου, η πολύ καλή σκηνοθεσία, ο ενθουσιασμός και το τονίζω η αξιοπρέπεια όλων των ηθοποιών, η άψογη συνεργασία μας, είναι παράγοντες που οδήγησαν στη μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου. Υπήρξαν θεατές που ήρθαν δύο και τρεις φορές. Συνεργάζομαι με ταλαντούχους ηθοποιούς: H Έλενα Γραβάλου, ο Νίκος Ζαρκογιάννης, η Σμαράγδα Χατζή, ο Σπύρος Κέντρας, η Κατερίνα Θεοδοσίου, ο Χρήστος Τσικρίκας, η Λιάνα Δάκτυλα, η Βασιλεία Μπατατόλη και ο σκηνοθέτης Δημήτρης Νάνος.
* Ως «Ράφτης Κυριών», πώς βιώνετε το θέμα της συζυγικής απιστίας;
-Είναι ένας ρόλος που μου αρέσει. Καταρχήν είναι διττός. Ο γιατρός Μουλινό αναγκάζεται να παραστήσει τον ράφτη, επειδή τον πιάνουν επ’ αυτοφώρω να απιστεί. Από εκεί και μετά αρχίζει το γαϊτανάκι των παρεξηγήσεων, με τα πολλά ευρήματα του Φεϋντώ. Ασταμάτητος ρόλος, απαιτητικός, με πολλές εναλλαγές και φάρσες.
* Μετά από τόσα χρόνια από την εποχή που ο Φεϋντώ έγραψε τα έργα του, αυτά συνεχίζουν να σκορπούν αφειδώς το γέλιο. Τι θεωρείτε ότι τα κάνει ακόμη επίκαιρα;
- Ο «Ράφτης κυριών» είναι διαχρονικό έργο. Θέματα όπως η απιστία, η εξαπάτηση και η ιδιοτέλεια στις σχέσεις των συζύγων και των εραστών, πάντα υπήρχαν και θα υπάρξουν. Βέβαια ο Φεϋντώ με το έργο του κατάφερε να ξορκίσει όλη αυτή την παθογένεια. Άλλωστε το γέλιο λυτρώνει από πολλά δεινά. Η στεναχώρια και η μελαγχολία έχουν αργές κινήσεις, είναι βαριές. Το γέλιο έχει κίνηση, ταχύτητα και σε βοηθά να αφήνεις πίσω οτιδήποτε άσχημο. Σε απομακρύνει από τις στάσεις του πόνου, ακυρώνει τη βλακεία και γελοιοποιεί το ψέμα.
* Ανταποκρίνεται το κοινό της Λάρισας σε προσπάθειες όχι εξ ολοκλήρου επαγγελματικές;
- Το θεατρόφιλο κοινό της Λάρισας είναι αρκετά εκπαιδευμένο. Έχει ένστικτο και μπορεί να διακρίνει τις καλές, τις ποιοτικές και τις άσχημες παραστάσεις. Όχι τις ερασιτεχνικές με τις επαγγελματικές. Ο σπουδαίος Θανάσης Βέγγος είχε πει σε συνέντευξή του στο «Βήμα» το 1978, «Είμαι ερασιτέχνης ηθοποιός. Καθαρά και ξάστερα. Ένας ερασιτέχνης, παθιασμένος με τη δουλειά του». Γενικότερα στις μέρες μας, συναντάς καλλιτέχνες -ευτυχώς μια μειοψηφία- που αναλώνονται σε τεχνοτροπίες, τυποποιήσεις και ρομποτικές αντιμετωπίσεις ρόλων, που ξεπερνούν την ερμηνεία. Σκηνοθέτες που δεν αγαπούν τους ηθοποιούς και προσπαθούν να αναδειχθούν οι ίδιοι. Η κατάθεση ψυχής στους ρόλους γίνεται δεύτερη και τρίτη υπόθεση. Στην παράστασή μας δεν έχουμε τέτοια συμπτώματα. Αυτή η ατέλειωτη φιλολογία, η υπερανάλυση, για το θέμα ερασιτεχνών και επαγγελματιών, από αυτόκλητους υπερασπιστές της ποιότητας του θεάτρου, δεν με απασχολεί. Πιστεύω πως ο κόσμος θέλει να βλέπει ερμηνείες οι οποίες να έχουν ενθουσιασμό, πάθος, να υποστηρίζουν την ετερότητά τους και να μην προσπαθούν να τους ξεγελάσουν. Έτσι μετριέται το πραγματικό.
* Πιστεύετε ότι οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν θεατρικές σκηνές και ηθοποιοί «βοηθούν» για να ανεβαίνουν καλύτερες παραστάσεις, αφού το καλό νομοτελειακά ξεχωρίζει και η επιλογή των έργων γίνεται προσεκτικότερη;
- Είναι γεγονός, πως η οικονομική κρίση έχει αγγίξει και την τέχνη. Δεν ανεβαίνουν εύκολα παραστάσεις. Υπάρχουν πολλές διαδικασίες. Συχνά συναντούμε φτωχές παραγωγές, αλλά εξαιρετικές παραστάσεις. Δεν είναι πάντα το χρήμα που κάνει τη διαφορά. Πρέπει να δώσω τα εύσημα στο Θέατρο Τεχνών Λάρισας, που παρά τις αντίξοες συνθήκες, κάθε χρόνο ανεβάζει 4-5 παραστάσεις όλων των ειδών. Συμμετέχω αρκετά χρόνια στις παραστάσεις του Θεάτρου Τεχνών και τους ευχαριστώ θερμά.