Ο Λαρισαίος σκηνοθέτης μιλάει για τα στοιχεία που καθιστούν το έργο μεγαλειώδες, την κριτική που ασκεί στη δυτική κοινωνία, αλλά και την ικανότητά του να «τοποθετεί» τον θεατή στη διαδικασία να επιλέγει τι θα έκανε σε ανάλογες περιπτώσεις. Σε ερώτηση δε αν ζηλεύει τις δουλειές συναδέλφων του απαντά αφοπλιστικά: «καμαρώνω δουλειές συναδέλφων μου».
Συνέντευξη στον Θανάση Αραμπατζή
*Γιατί το «Dogville»;
-Χμμ, ωραία ερώτηση… Η καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεσσαλικού, Κυριακή Σπανού, όταν μου πρότεινε να αναλάβω την Πειραματική Σκηνή, την παραγωγή ενός έργου φέτος, μου είπε ότι θα ήθελε να εντάσσεται στην ενότητα «Τόπος και κοινωνία». Κοίταξα στο παγκόσμιο ρεπερτόριο αλλά δεν με ικανοποιούσε κάτι, ώσπου έκανε ένα κλικ στο μυαλό μου και είπα αυτό είναι, το «Dogville» είναι ακριβώς αυτό. Χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς να το μελετήσω περαιτέρω, μόνο από μνήμης όπως το είχα δει στον κινηματογράφο θεώρησα ότι αυτό θέλω να κάνω, αναφέρεται σε πράγματα που μας αφορούν όλους με τα οποία θα ήθελα κι εγώ να καταπιαστώ. Το πρότεινα στην κ. Σπανού, το δέχθηκε ασμένως και να λοιπόν γιατί το «Dogville»…
*Το «Dog» από το «Dogville» με έναν απλό αναγραμματισμό γίνεται «God», από «σκύλος» δηλαδή γίνεται «θεός». Σηματοδοτεί αυτό ότι τα ανθρώπινα όντα είμαστε ικανά για το καλύτερο και το χειρότερο;
-Νομίζω ότι το λογοπαίγνιο δεν είναι τυχαίο. Ετσι το εξέλαβα κι εγώ, ως έναν αναγραμματισμό του «Godville». Στο έργο είναι ένα χωριό ξεχασμένο από τον Θεό, ακόμη κι ο εφημέριος δεν έρχεται ποτέ. Εμείς τον σκύλο, τον Μωυσή, τον βάλαμε να ψηλά, να στέκεται πάνω από τα κεφάλια των θεατών, γιατί πιστεύουμε ότι ο σκύλος ταυτίζεται μ’ αυτή τη φιγούρα που μας βλέπει και δεν τον βλέπουμε, μας φυλά και παραφυλά. Νομίζω ότι είναι προφανές -στο δικό μας το μυαλό τουλάχιστον- το παιχνίδι που ήθελε να κάνει ο Τρίερ με τις αναφορές στις θρησκείες, ο σκύλος λέγεται και Μωυσής άλλωστε… Τα κατώτερα ένστικτα, τα ζωικά, και το θείο, το πολιτισμένο, είναι σε μια μόνιμη συνύπαρξη, και είναι επιλογή μας καθημερινή πώς θα αντιδράσουμε στα πράγματα, στις αφορμές και στα δώρα που έρχονται καθημερινά.
*Αφήνει πικρή επίγευση. Μάλλον επιλέγουμε να δράσουμε με βάση τα ζωικά μας ένστικτα…
-Είναι ένα έργο που έχει μία κριτική διάθεση, δεν χαϊδεύει αυτιά και δεν σου επιτρέπει να χαρείς. Νομίζω ότι στο τέλος υπάρχουν πολύ αντιφατικά συναισθήματα και κυρίως μια ενοχή του κόσμου. Μου το έχουν εκφράσει ακόμη και νέα παιδιά, πόσο περίεργα μπορεί να νιώσεις στο τέλος για το αν θα νιώσεις δικαίωση ή χαρά ή θλίψη. Κι αυτό είναι ένα άλλο στοιχείο που το κάνει τόσο μεγαλειώδες, τόσο ευφυές και τόσο αποτελεσματικό. Δεν σου δίνει τίποτα έτοιμο και κάθε στιγμή αναρωτιέται ο θεατής τώρα αυτό γιατί συμβαίνει, ή τι θα έκανα εγώ σε ανάλογο περιστατικό. Πρόκειται για ένα δυνατό έργο σχετικά με την κριτική που κάνει στη σύγχρονη δυτική κοινωνία.
*Μετά το «Dogville», τι;
-Εχω τη χαρά να έχω προγραμματισμένα πράγματα. Τις επόμενες μέρες θα είμαι πάλι στο εξωτερικό όπου τρέχουν δύο παραγωγές μου, μία από αυτές θα έχουμε τη χαρά να την παρουσιάσουμε τον Σεπτέμβρη και στην Ελλάδα. Πρόκειται για επαναλήψεις της παράστασης «Present» που έκανε πρεμιέρα στο Βερολίνο την 1η Σεπτέμβρη, της παράστασης του «Παραμυφικού» που θα το παρουσιάσουμε και στο φεστιβάλ του Βόλου και η καινούρια μας παραγωγή που λέγεται «Impart» και αφορά στην αμεσότητα στην πρόσβαση στις παραστατικές τέχνες. Μία συμπαραγωγή με Αρμενία, Γερμανία, Ιταλία και Ελλάδα, θα δημιουργήσουμε τρεις παραστάσεις και η ιδέα είναι να αντιστρέψουμε την έννοια της προσβασιμότητας, να εμπνευστούμε από αυτή και να δημιουργήσουμε άμεσα προσβάσιμες παραστάσεις, δηλαδή παραστάσεις που εξ αρχής εμπνέονται από το γεγονός ότι αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο και θα ενσωματώσουμε αυτούς τους διαφορετικούς τρόπους αντίληψης μέσα στη δημιουργική διαδικασία.
*Ο σκηνοθέτης Μίκαελ Χάνεκε έχει δηλώσει πως από τότε που άρχισε να κάνει κινηματογράφο δεν ξαναείδε κινηματογράφο. Συμβαίνει κάτι ανάλογο και σ’ εσάς;
-Συνεχίζω να βλέπω θέατρο, απλά δεν το βλέπω με τον ίδιο τρόπο. Χάνεις λίγο από τη μαγεία όταν εμβαθύνεις στο πώς γίνονται τα πράγματα, τι είναι και πώς πρέπει να λειτουργεί ο φωτισμός, το σκηνικό και τα λοιπά… Όλα σιγά-σιγά ξεφτίζουν λίγο, και το καθαρό βλέμμα που μαγεύεται από το «μυστήριο» του θεάτρου. Η αλήθεια είναι ότι μου λείπει αυτό, συμβαίνει όμως με παραστάσεις που λατρεύω με τις οποίες ξεχνάω την ιδιότητά μου…
*Τι έχετε να πείτε στους νέους ανθρώπους που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς να δημιουργήσουν κι επειδή πρέπει να ζήσουν δεν προλαβαίνουν να δημιουργήσουν;
-Να συνεχίσουν να δημιουργούν… Δεν μπορείς να υπερβείς μία τέτοια ανάγκη, εάν μπορείς τότε μην προσπαθείς άλλο. Αυτή η ανάγκη μπορεί να γίνει εμμονή σε μερικούς ανθρώπους, για κάποιους από μας έγινε κάποια στιγμή επιλογή ότι «θέλω τόσο πολύ να κάνω αυτό, που θα το κάνω βρέξει-χιονίσει». Από την εμπειρία μου αυτό που αποκόμισα είναι ότι θέλει δουλειά, πείσμα και επιμονή.
*«Ζηλεύεις» έργα συναδέλφων σου;
-Καμαρώνω έργα συναδέλφων μου…