Όμως όσο και να εκσυγχρονίζονται οι θερινοί κινηματογράφοι πάντα θα αποπνέουν έναν αέρα ρομαντισμού και νοσταλγίας. Τι κι αν από δίπλα ακούγεται «Οσσα-Συκούριο-Πουρνάρι-Ελάτεια στον διάδρομο 6… Τα λεωφορεία αναχωρούν», ή όταν τα μαχητικά της 110 σκίζουν τον νυχτερινό ουρανό, με τον εκκωφαντικό θόρυβό τους, ο «Μπαρμπής» δεν χάνει τη μαγεία του. Τίποτα δεν σηματοδοτεί καλύτερα την έλευση του καλοκαιριού από την πρώτη ταινία στον θερινό του Μύλου. Είναι η σιγανή κουβεντούλα ενόσω περιμένεις στην ουρά να βγάλεις εισιτήριο και η καλησπέρα όταν το δίνεις για να σου το κόψουν. Όταν αγναντεύεις από ψηλά για να εντοπίσεις την καλύτερη θέση, να έχει και τραπεζάκι για να μπορέσεις να ακουμπήσεις την παγωμένη μπίρα και το πασατέμπο. Τα βήματα στο χοντρό χαλίκι και το «με συγχωρείτε, κάθεται κανένας εδώ; Ααα, ωραία, σας ευχαριστώ». Και μετά στο κυλικείο για ό,τι τραβάει η όρεξη του καθενός, έχει τα πάντα άλλωστε, φιστικάκι, άσπρα και μαύρα σπόρια, σοκολατίτσες και πατατάκια, αλλά ουίσκι και μπίρα…
Η απώλεια του Μπαρμπή δυσαναπλήρωτη, οι εκάστοτε πρόλογοί του ήταν ένα πεντανόστιμο ορεκτικό πριν το κυρίως γεύμα, τώρα κυριαρχεί η κουβεντούλα με τον διπλανό για την ταινία «ωραία πρέπει να είναι, της έβαλε τριάμισι αστέρια ο Κουτσογιαννόπουλος… Διάβασα στην ”Ελευθερία” την Κυριακή ότι πήρε Όσκαρ», αλλά και μια σύντομη ματιά στο βιβλιαράκι με τις «προσεχώς»…
Τίποτα δεν μυρίζει περισσότερο καλοκαίρι στην πόλη από το να κατεβαίνεις την οδό Δήμητρας, να βλέπεις τον Μύλο του Παππά στο βάθος, και ο προορισμός σου να είναι ο θερινός σινεμά «Μπαρμπής Βοζαλής»…
ΘΑ.
Φωτ. Βασίλης Ντάμπλης