Ξεκινώντας σε ασπρόμαυρο από τους τίτλους έναρξης, η σεκάνς (sequence = αφηγηματική ενότητα) του θρήνου και της ταφής (συν)τίθεται (και) με πλάνα ονειρικής διάστασης. Οι άνθρωποι θα εύχονταν να ονειρεύονται ως εφιάλτη αυτό που ζουν εκείνη την ώρα της διαστολής του χρόνου, που επισκιάζει την ηρεμία στη γαλήνη με ανείπωτη οδύνη. Ο Παντελής Βούλγαρης χτυπά φλέβα. Γίνεται μαγικός. Ο φακός κοιτά (σ)τον καημό καθώς και ο Σίμος Σαρκετζής μεγαλουργεί στη διεύθυνση φωτογραφίας του. Ο πατέρας του Χρήστου (Μιχάλης Αεράκης), σε επισκεπτήριο στο Χαϊδάρι είχε δώσει παπούτσια στον γιο του (ο καταπληκτικός Αινείας Τσαμάτης). Τώρα αφήνει τα δικά του πάνω στο χώμα που σκέπασε το σώμα του γιου του. Αναπόφευκτος επίσης κάπου ο συσχετισμός του Βούλγαρη και μ’ έναν κορυφαίο δημιουργό του αμερικάνικου κινηματογράφου, τον πολυσχιδή Γουΐλιαμ Γουάιλερ, που μεταξύ άλλων είχε γυρίσει τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη», τα «Καλύτερα Χρόνια της Ζωής μας», τον «Μπεν–Χουρ» και τον «Συλλέκτη». Ο Γουάιλερ, που κάποιοι του είχαν «προσάψει» ότι δεν είχε προσωπικό στυλ κινηματογράφησης, στην πραγματικότητα είναι μέγιστος ακριβώς επειδή και –όπως έλεγε καίρια ο ίδιος– η ιστορία κάθε ταινίας υποδεικνύει αντίστοιχα τον τρόπο αφήγησής της. Ο Βούλγαρης, με την ωριμότητα της εμπειρίας και τον οίστρο της γνώσης μίας υγιούς «εφηβικής» οπτικής που εστιάζει στο καθετί ως κάτι ζωντανό και παλλόμενο ανά πάσα νέα στιγμή, αναζητά συνεχώς τους τρόπους της έκφρασης που θα αναδείξουν την καρδιά της ιστορίας μέσα απ’ την ανάσα της.
Επίσης ο Γουάιλερ εστίαζε σχολαστικά στις ερμηνείες των ηθοποιών επειδή, όπως έλεγε, είναι το μόνο που δεν διορθώνεται στο μοντάζ. Εκτός λοιπόν και από τη συμβολή του σπουδαίου μοντέρ Τάκη Γιαννόπουλου, ο Βούλγαρης ευοδώνε(τα)ι (σ)το έργο του μ’ ένα άρτιο σύνολο στα πρόσωπα που ενσαρκώνουν τις ψηφίδες με τις οποίες συνθέτει το παλίμψηστο της μνήμης ως ζώσα παρακαταθήκη της αλήθειας (α + λήθη) τους από τον εκτενέστερο έως τον πιο σύντομο ρόλο. Ο θαυμάσιος Ανδρέας Κωνσταντίνου είναι ο ιδανικός Ναπολέων Σουκατζίδης, μεστός και σθεναρός στις διακυμάνσεις των αισθήσεων σε όλη την πορεία του βάρους που επωμίζεται. Ο εξαίσιος Αντρέ Χένικε κομίζει συνταρακτικά ακόμη και τις πιο ανεπαίσθητες μεταπτώσεις του Φίσερ στο σύστημα των αξιών του. Η υπέροχη Μελία Κράιλινγκ φωτίζει τη Χαρά Λιουδάκη με λεπταίσθητες αποχρώσεις σε μία σπουδαία ερμηνεία. Ο Τάσος Δήμας, με την πολύπειρη θεατρική διαδρομή του, καταδεικνύεται και ως μεγάλος κινηματογραφικός ηθοποιός στον ρόλο του Κώστα. Αξιόλογοι πρωτοεμφανιζόμενοι η συγκλονιστική Κωνσταντίνα Χατζηαθανασίου ως Ξένια, ο υποσχόμενος Λουκάς Κυριαζής ως πωρωμένος Κόβατς και ο έξοχος Χρήστος Κωνσταντακόπουλος με την απέριττη εκφραστικότητα ως Γιάννης Παπαγιάννης. Ο Σαράντος απογειώνεται καθώς τον υποδύεται ανεπανάληπτα ένας πολύ μεγάλος καλλιτέχνης της υποκριτικής, ο Βασίλης Κουκαλάνι. Η ιστορία κορυφώνεται στην ενορχήστρωσή της με συνεχείς σεκάνς ανθολογίας, αρχής γενομένης από εκείνη του χορού. Στις εκτελέσεις της Καισαριανής, η αντίστιξη μεταξύ χρονικής διαστολής εικόνων και ηχητικής μπάντας ριπών του πολυβόλου δεν φορτίζει τις σκηνές συναισθηματικά αλλά αντιθέτως τις απογυμνώνει από συναισθήματα στις αισθήσεις τους. Η Χαρά φεύγει από το Χαϊδάρι. Η ταινία δεν τελειώνει. Η ιστορία κλείνει την αφήγησή της με ένα πλάνο που σβήνει σαν κερί το οποίο θα δώσει το φως του σε ένα άλλο. Το μόνο που μετρά και μένει, είναι η αγάπη. Ο Παντελής Βούλγαρης δεν καταθέτει απλά άλλη μία σημαντική ταινία του. Προσφέρει μία κλασική ταινία.
Μιχάλης Δ. Ταμπούκας
Ηθοποιός