Γραμμένο την εποχή του Ψυχρού Πολέμου το 1955, το έργο είναι μία «αριστοφανική» φάρσα που στηλιτεύει την εξουσία και τον Τύπο σε όλα τα κοινωνικοπολιτικά συστήματα. Η διαχρονικά επίκαιρη σάτιρα δένει απολαυστικά με το αβίαστο γέλιο της κωμωδίας σε μία εκπληκτική σκηνοθεσία με υπέροχες ερμηνείες που απογειώνουν το έργο, το οποίο ανεβαίνει σε πανελλήνια πρώτη κερδίζοντας το θερμό ενδιαφέρον και τα εγκωμιαστικά σχόλια κοινού και κριτικής.
Ο ιδρυτής του ΘΕ.ΑΜ.Α. Βασίλης Οικονόμου, σκηνοθέτης της παράστασης και πρωταγωνιστής στον ρόλο του απατεώνα Βαλερά και ο Λαρισαίος ηθοποιός Μιχάλης Ταμπούκας ως επιθεωρητής Γκομπλέ, θεατράνθρωποι με εγνωσμένη καλλιτεχνική πορεία, δίνουν ρεσιτάλ υποκριτικής και επίσης επεξεργάστηκαν δραματουργικά το έργο. Ο Πάνος Ζουρνατζίδης, έξοχος στον ρόλο ενός βιτριολικού παράγοντα της δημοσιογραφίας, ο Μάνος Τριανταφυλλάκης και η Αιμιλιανή Αβραάμ σε διπλό και τριπλό ρόλο αντίστοιχα, συμβάλλουν επίσης τα μέγιστα στο σύνολο των ερμηνειών που συμπληρώνουν εξαιρετικά ο Κωνσταντίνος Λούκας, η Χάννα Ελ Χατζ Ομάρ, η Αγγελική Νομικού, η Χριστίνα Τούμπα, η Έφη Τούμπα, η Μαρία Μουρελάτου, ο Ανδρέας Ζήκουλης, η Έλη Δρίβα, η Ευαγγελία Σχοινά, η Κατερίνα Κοντομάρκου, ο Σταύρος Ζαφείρης και η Μαρίνα Μπεσίρη.
Η σημαντικότερη πρωτιά της παράστασης αφορά τη δυνατότητα πρόσβασής της και με την πιστοποίηση και επιμέλεια της «Κίνησης Ανάπηρων Καλλιτεχνών». Η Θεοδώρα Τσαποΐτη αποδίδει το έργο επί σκηνής με διερμηνεία στην Ελληνική Νοηματική Γλώσσα, η Εμμανουέλα Πατηνιωτάκη επιμελείται τους ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους και ο Θανάσης Παπαντωνόπουλος την ακουστική περιγραφή. Έτσι, μαζί με ηθοποιούς και θεατές με κινητική ή μαθησιακή αναπηρία, στην παράσταση μπορούν να έρθουν άνετα και θεατές με προβλήματα ακοής και όρασης. «Το θέατρο είναι για όλους», λέει ο Βασίλης Οικονόμου. Ο Μιχάλης Ταμπούκας επισημαίνει: «Μπορεί αυτό να συμβαίνει για πρώτη φορά σε παράσταση κεντρικού θεάτρου της Αθήνας με ανάπηρους ανθρώπους στη σκηνή και στην πλατεία, όπως γίνεται π.χ. στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, αλλά στην πραγματικότητα είναι απλά κοινή λογική. Όσοι περισσότεροι πάνε θέατρο, τόσο το καλύτερο για το θέατρο».