Το όνομα του ποιητή και το χωρίο διέσωσαν ο βυζαντινός λόγιος Ιωάννης Τζέτζης, (1110-1180 μ. Χ.), στα «Σχόλια στην Ιλιάδα» και ο επίσης βυζαντινός λόγιος Ισαάκ Τζέτζης (αδελφός του Ιωάννη), στα «Σχόλια στο Λυκόφρονα». Ωστόσο, νωρίτερα, ο Πατριάρχης Φώτιος (810-891 μ. Χ.), στη «Βιβλιοθήκη» του, ή Μυριόβιβλο όπως είναι γνωστότερο το βιβλίο του, στο Κεφάλαιο που περιγράφει συνοπτικά την «Καινή Ιστορία» του Πτολεμαίου Χέννου, ενός Αλεξανδρινού μυθογράφου που έζησε περί το 100 μ. Χ., την οποία ανέγνωσε εξ ολοκλήρου, δεν αντιγράφει κατά λέξει το τετράστιχο ούτε μνημονεύει τον Αγαμήστορα, όπως οι αδελφοί Τζέτζη, αλλά μεταφέρει το περιεχόμενό του ως εξής:
«Ως Αχιλλεύς διά μεν το εκ πυρός αυτόν σωθήναι καόμενον υπό της μητρός Πυρίσσοος εκαλείτο, διότι δε εν των χειλέων αυτού κατακαυθείη, Αχιλλεύς υπό του πατρός ωνομάσθη».
Από τη γραμματική διατύπωση της, εν είδει προλογικής εισαγωγής, κρίσης του για τα γραφόμενα του Πτολεμαίου, φαίνεται ότι ο Φώτιος διατηρούσε επιφυλάξεις για την εγκυρότητα των μυθολογικών στοιχείων της «Καινής Ιστορίας», που τα χαρακτηρίζει «...τερατώδη καὶ κακόπλαστα,...». Το λεξικό «Σούδα» ή «Σουΐδα», (10Ος αιώνας μ. Χ.), δε λημματογραφεί τον Αγαμήστορα. Ορισμένοι, μάλιστα, εκφράζουν την άποψη ότι ο Αγαμήστωρ δεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο κι ότι τον «εφεύρε» ο Πτολεμαίος προκειμένου να στηρίξει τη δική του άποψη για την ετυμολογία του ονόματος του Αχιλλέα.
Στο μικρό διασωθέν κομμάτι, ο ποιητής αποπειράται να εξηγήσει την προέλευση του επικρατήσαντος ονόματος του παιδιού που γέννησε η Θέτις: Αχιλλέας. Μας πληροφορεί λοιπόν ότι η μεν Θέτις ονομάτισε το γιο της Πυρίσσοο (αυτός που βγήκε σώος απ’ τη φωτιά), ο δε Πηλέας τον αποκάλεσε Αχιλλέα (για την ακρίβεια: Αχιλέα-με ένα <λ>), διότι κάηκε το ένα χείλος του. Η εξήγηση που προτείνει ο ποιητής για την προέλευση του ονόματος του Αχιλλέα: [α (στερητικό)+χείλος], καταγράφεται απ’ τον Ιωάννη Τζέτζη ως μία εκ των πιθανών ετυμολογικών εκδοχών. Το τετράστιχο αποτελεί, ως προελέχθη, μέρος του Θέτιδος επιθαλάμιου, στο οποίο ο ποιητής θα εξυμνούσε, προφανώς, το γάμο της Θεάς Θέτιδος, της κόρης του Θεού της θάλασσας Νηρέα, με τον Πηλέα, τον ξακουστό βασιλιά της Φθίας. Επιθαλάμιοι ήταν ποιήματα που τα τραγουδούσαν στην αρχαία Ελλάδα νέοι και νέες, το βράδυ του γάμου, έξω από το δωμάτιο των νεόνυμφων (κατακοιμητικά), αλλά και το πρωί, (όρθρα ή εγερτικά). Παράδειγμα γνωστού επιθαλάμιου αποτελεί το υπ’ αριθμ. 18 ειδύλλιο του Θεόκριτου, με τον τίτλο: «Ελένης επιθαλάμιος», που τον τραγούδησαν δώδεκα Σπαρτιάτισσες παρθένες έξω από τη νυφική κάμαρα του Μενέλαου και της Ελένης. Οι επιθαλάμιοι υμνούσαν τα κάλλη της νύμφης {Ω, κόρη συ ωραία, χαριτωμένη κόρη...(στίχος 38)} και του γαμπρού και τους προέτρεπαν να επιδοθούν στα παιχνίδια του έρωτα {Πλαγιάστε αναπνέοντας τον πόθο ο ένας του άλλου...(στίχοι 54, 55)}, ν’ αποκτήσουν πολλά παιδιά, να ’ναι αγαπημένοι.
Ο Λατίνος ποιητής Κάτουλλος έχει γράψει και κείνος επιθαλάμιο για το ζεύγος Πηλεύς-Θέτις με τίτλο: «Γάμος Πηλέως και Θέτιδος» και 12 στροφές (321-381) του 64ου ποιήματός του, που τραγουδούν οι Μοίρες, έχουν παρόμοιο περιεχόμενο. Στη χριστιανική εκκλησιαστική υμνογραφία επιθαλάμιος θεωρείται ο «Ακάθιστος Ύμνος», που ψέλνεται προς τιμήν της Θεοτόκου, διότι δι’ αυτής ενανθρωπίζεται ο Θεός.
ΒΑΪΟΣ ΚΟΥΤΡΙΝΤΖΕΣ