και ο συγγραφέας Κώστας Τζαμιώτης. Ο συγγραφέας του βιβλίου θα απαντήσει στις ερωτήσεις του κοινού και θα υπογράψει αντίτυπα του βιβλίου του.
Το βιβλίο περιέχει δεκατρία αφηγήματα απλών ανθρώπων, σαν αυτά που ακούγονται από προικισμένους αφηγητές στα καφενεία, εκεί όπου η μεγάλη ιστορία εμπλέκεται αναστοχαστικά με την προσωπική ιστορία και την περιπέτεια της ζωής των αφηγητών. Εκεί όπου ο λαϊκός λόγος και η αυθορμησία δεν έρχονται να δικαιολογήσουν εκ των υστέρων επιλογές βίου αλλά χρησιμοποιούνται ως μέσα που συμβάλλουν στη συλλογική κατανόηση της ιστορικής και προσωπικής μοίρας.
Οι κρίσιμες και “μαύρες” στιγμές της Ιστορίας που καθορίζουν τις ζωές - άσχετα από τη βούληση και τις επιδιώξεις των ανθρώπων – αποτελούν το στέρεο υλικό της πραγματικότητας και πάνω τους κτίζεται ο μύθος του καθενός αφηγητή. Τα δεκατρία αφηγήματα καλύπτουν την ιστορία της Ελλάδας από τις αρχές του 20ου αιώνα έως τις μέρες μας (πόλεμος, εμφύλιος, δικτατορία, μετανάστευση, μεταπολίτευση, καταναλωτισμός, περιθώριο, τρομοκρατία, κρίση). Όμως δεν πρόκειται μόνο για μια σπουδή στην Ιστορία όπως την εσωτερικεύουν οι άνθρωποι στην καθημερινότητά τους. Οι αφηγήσεις αναδεικνύουν πώς το “μαύρο” της Ιστορίας έχει τον τρόπο να τρυπώνει στις ζωές και να κατευθύνει τις επιλογές, πώς χρόνια μετά τα “σημαντικά” ιστορικά γεγονότα οι αφηγητές ακόμα βόσκουν στο “μαύρο” του παρελθόντος, να τρέφονται αθέλητα από αυτό, να δηλητηριάζουν τον εαυτό τους και τους γύρω τους, να μαθαίνουν πως να διαχειρίζονται τα τραύματά τους και να ζουν μ’ αυτά. Όμως δεν πρόκειται για διηγήματα με την αυστηρή έννοια του όρου. Δεν είναι “φέτες ζωής”, δηλαδή αναπτύξεις ενός κορυφαίου συμβάντος που σφραγίζει τη ζωή του αφηγητή, αλλά απλωμένες ζωές, που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν αυτόνομα η καθεμία ως νουβέλες ή ως μυθιστορήματα.
Τα δεκατρία αφηγήματα αποτελούν προσωπικές μυθιστορίες• από την μια πατούν γερά στην πραγματικότητα και το αναπόδραστο των ιστορικών γεγονότων και από την άλλη είναι κατασκευασμένοι μύθοι, δηλαδή αφηγημένες προσωπικές μαρτυρίες. Ο ιστορικός χρόνος εκτείνεται μέσα στον τόπο. Η Λάρισα, ο Τύρναβος, ο κάμπος γίνονται το σκηνικό όπου εδράζεται κι απ’ όπου εκκινεί η αφήγηση για να εκτιναχθεί στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, το Βερολίνο, το Βουκουρέστι, τα Τίρανα δημιουργώντας ένα δίκτυο μυθοποιημένων χώρων στους οποίους κινούνται οι ήρωες. Και είναι η πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια που παρουσιάζεται στη λογοτεχνία μας ως επίκεντρος χώρος δράσης ο κάμπος και οι άνθρωποί του.
Πρόκειται ουσιαστικά για μυθιστορίες που μπορούν να εκληφθούν ως υποτιθέμενα σενάρια ταινιών μια και βιο-γραφούν με τρόπο σχεδόν κινηματογραφικό ήρωες και κυρίως καταστάσεις μέσα στις οποίες τα πρόσωπα υπάρχουν, ως δεσμώτες, που στοχάζονται και αναστοχάζονται για την κατάστασή τους δίχως να μπορούν να σπάσουν τα δεσμά τους.
Τελικά το βιβλίο δεν αφορά τη βίωση της Ιστορίας, αλλά πως η μεγάλη Ιστορία επηρεάζει τις μικρές ιστορίες των απλών ανθρώπων ως δυσβάσταχτο βάρος και ως δυνατότητα (ή ως αδυναμία) να το υπερβούν. Έτσι η αφήγηση γίνεται μέσο κάθαρσης και πρόσκαιρης (;) λύτρωσης.
Μετά τα δύο μυθιστορήματα, τον “Πυκνό καιρό” και το “Μαράν Αθά”, ο Θωμάς Ψύρρας εκμεταλλεύεται τα “μασλάτια” που ακούγονται στα καφενεία του κάμπου για να δώσει μέσα από το δυναμισμό του λαϊκού λόγου μια πινακοθήκη βίων και ταυτόχρονα μια περιεκτική σύνοψη από το “μαύρο” της ελληνικής περίπτωσης.