Αυτοί ...είναι πλέον καταδικασμένοι να ...ελπίζουν, είναι αποφασισμένοι να ζήσουν.
Η κλιμάκωση, από τη θέα του θανάτου στη θέα της αισιοδοξίας, καθίσταται εμφανής στα πρόσωπα των ...νεονύμφων.
Στη διετία 1945-1946, ανάμεσα στους 1.950 Εβραίους της Θεσσαλονίκης που επιβίωσαν της γενοκτονίας και επέστρεψαν στην πόλη τους, έγιναν περίπου 200 γάμοι. Η αναλογία αυτή είναι επταπλάσια από το αντίστοιχο πανελλαδικό μέγεθος. Οφείλεται στις ιδιαιτερότητες που χαρακτήριζαν τους επιβιώσαντες: ανύπαντρες κοπέλες και ανύπαντροι νέοι χωρίς οικογένεια, αλλά και αρκετοί χήροι άντρες.
"Νύφες χωρίς χαμόγελα - Εβραϊκοί γάμοι την επαύριον του Ολοκαυτώματος" είναι ο τίτλος και η θεματική της έκθεσης, που αναπτύσσεται από την επόμενη Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου και για έναν μήνα στο βιβλιοπωλείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας στη Θεσσαλονίκη.
Την έκθεση -που στηρίζεται σε ανέκδοτο αρχειακό υλικό- ετοίμασε το Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης ως αυτοτελές τμήμα της εκθεσιακής ενότητας "Την επαύριον του Ολοκαυτώματος" και την οργανώνουν: το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, η Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης και το Εβραϊκό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
Όπως σημειώνει ο έφορος του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης Ευάγγελος Χεκίμογλου, ο οποίος και επιμελήθηκε την έκθεση: Η μικρότερη νύφη ήταν 17 ετών και η μεγαλύτερη 38. Αντίστοιχα, ο μικρότερος γαμπρός ήταν 21 και ο μεγαλύτερος 50. Σχεδόν πάντοτε ο γαμπρός ήταν μεγαλύτερος από τη νύφη. Η διαφορά ηλικίας κυμαινόταν από ένα ως δεκαοκτώ χρόνια, με μέσο όρο οκτώ χρόνια. Το ζευγάρι με τη μεγαλύτερη διαφορά ηλικίας το αποτέλεσαν ένας 44χρονος υπάλληλος (γιος καραγωγέα) από τη Θεσσαλονίκη και μια 26χρονη νοικοκυρά, κόρη υποδηματοποιού από τη Δράμα.
Αν και οι γαμπροί ανήκαν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα (σε σύγκριση με τον γενικό εβραϊκό πληθυσμό) ο γάμος ήταν κυρίως υπόθεση των ανδρών που εργάζονταν, αφού δύο στα πέντε άρρενα μέλη της Κοινότητας που ασκούσαν κάποιο επάγγελμα παντρεύτηκαν το 1945 ή το 1946. Πάντως, ένας στους τέσσερις γαμπρούς διέμενε σε κοινοτικό κτίριο, προφανώς ελλείψει άλλης στέγης ή εν αναμονή αναχωρήσεως από τη Θεσσαλονίκη.
Έξι στους δέκα γαμπρούς τέλεσαν πρώτο γάμο και τέσσερις δεύτερο. Η αναλογία του δεύτερου γάμου είναι τετραπλάσια από τον εθνικό μέσο όρο και οφείλεται στην απώλεια των συζύγων στο Άουσβιτς (φυσικά και των παιδιών, που δεν φαίνονται σε αυτή τη στατιστική). Αυτοί που τέλεσαν πρώτο γάμο ήταν κατά μέσο όρο επτά χρόνια πιο νέοι από εκείνους που τέλεσαν δεύτερο.
Ελάχιστες γυναίκες δήλωσαν επάγγελμα (η τυπική δήλωση ήταν «οικιακά»): π.χ. μία 30χρονη καπνεργάτρια, μία 26χρονη δασκάλα, μία 22χρονη καπελού και δύο μοδίστρες, 25 και 22 ετών. Ενώ σχεδόν όλοι οι γαμπροί κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη, μία στις τρεις νύφες προήλθε από άλλες ελληνικές πόλεις είτε από το εξωτερικό. Μερικές, μάλιστα, ήταν χριστιανές που ασπάστηκαν τον ιουδαϊσμό.
Σε κάθε γάμο δύο μάρτυρες πιστοποιούσαν ότι οι μελλόνυμφοι ήταν Εβραίοι και ανύπαντροι ή χήροι/ες. Συχνά, στο οπισθόφυλλο της μαρτυρίας τους που δινόταν ενώπιον της Ιεράς Βίβλου και με "καλυμμένη κεφαλή", αναφέρονται οι εξαψήφιοι αριθμοί τους, που χαράχθηκαν στο χέρι τους στο Άουσβιτς.
Οι μάρτυρες γενικά ήταν φτωχότεροι από τους γαμπρούς. Είναι πολύ χαρακτηριστικό, ότι οι μάρτυρες που αναφέρονται στους φακέλους πάνω από μία φορά δεν εμφανίζονται πάντοτε με το ίδιο επάγγελμα: Ο "άνεργος" επανεμφανίζεται ως "καραγωγέας" και ο "τεχνίτης" ως "καφετζής", ένδειξη της προσπάθειάς τους να βιοποριστούν στις νέες συνθήκες.