Η Θεσσαλία από τα χρόνια της σκλαβιάς, πρωτοστατούσε στα λαϊκά δρώμενα, τα οποία είχαν ένα απώτερο στόχο: να ξεγελάσουν τους Τούρκους και να συνεννοηθούν μεταξύ τους οι άνθρωποι μέσω των μεταμφιέσεων, όπως συνέβαινε και με το έθιμο «Μπούλες», στην περιoχή της Ημαθίας. Τα έθιμα πέρασαν τα περισσότερα και στις κατοπινές γενιές, τα οποία όμως από τη δεκαετία του 60 και μετά άρχισαν να ξεφτίζουν και να έρχονται σήμερα στην επικαιρότητα από τις κατά τόπους πολιτιστικούς συλλόγους.
Στη Θεσσαλία και ειδικά στις ορεινές περιοχές του νομού της Λάρισας, όπως, του Ολύμπου και του Κισσάβου, υπήρχαν ποικίλα γραφικά έθιμα. Έτσι, σαράντα μέρες προτού έρθει η Πρωτοχρονιά, τα παιδιά των χωριών κάθε βράδυ, αρματωμένα και ζωσμένα με «κυπριά», «κουδούνες» και «τσιοκάνια», γύριζαν στους δρόμους και τα σοκάκια, χτυπώντας τα ηχηρά αυτά ποιμενικά όργανα και δημιουργούσαν μια εκκωφαντική, αλλιώτικη ατμόσφαιρα. Από τον Οκτώβριο μήνα οι νέοι του χωριού, σχημάτιζαν ομάδες και άρχιζαν τις προετοιμασίες για το μεγάλο καρναβάλι της Πρωτοχρονιάς.
Έτσι, μάζευαν σύνεργα του γιατρού, του χωροφύλακα, του γύφτου, του αρκουδιάρη, του κλέφτη, δηλαδή αντικείμενα που είχαν σχέση με την ιδιότητα αυτή της μεταμφίεσης. Η πιο εκλεκτή ομάδα ήταν αυτή της «νύφης» και του «γαμπρού». Έραβαν τις φουστανέλες τα παλικάρια, τα τσαρούχια με φούντες, το φουστάνι η υποδυόμενη τη νύφη και ήταν έτοιμη η ομάδα αυτή να πρωταγωνιστήσει την ημέρα του Αγ. Βασιλείου. Το πρωί της γιορτής του Αγίου Βασιλείου, όλες οι ομάδες μαζεύονταν στο προαύλιο του ναού και μόλις ο ιερέας τελείωνε τη θεία Λειτουργία, το εκκλησίασμα, οι ομάδες των μεταμφιεσμένων με πρώτα τα παιδιά και τη νύφη με το γαμπρό έσερναν το χορό. Η ομάδα αυτή είχε μαζί της και τον «γκουγκουνιάρη», δηλαδή έναν γεροδεμένο νέο, ο οποίος ήταν ζωσμένος με κουδούνες και κυπριά, τα οποία χτυπούσε και έβγαζαν ήχο. Μαζί τους είχαν και ένα ή δύο παιδιά που συγκέντρωναν τα φιλοδωρήματα. Μετά την λήξη του χορού ξεχύνονταν στα σπίτια, όπου οι νοικοκυρές περίμεναν να περάσουν οι μεταμφιεσμένοι.
Μεγάλη χαρά είχαν να περάσει από το σπίτι η νύφη και ο γαμπρός, για να φέρει καλοτυχία και υγεία στο σπιτικό. Η νύφη που φυσικά ήταν νεαρός, με πορτοκάλι στο χέρι, το έδινε να το μυρίσει κάθε ελεύθερη κοπέλα, για να παντρευτεί γρήγορα. Η ομάδα της νύφης και του γαμπρού συγκέντρωναν χρήματα, χοιρινό κρέας και λουκάνικα. Τα χρήματα τα έδινε σε φτωχούς του χωριού, στην εκκλησία, στο σχολείο κ.λ.π. Το βράδυ μαζευόταν όλο το χωριό στην πλατεία του χωριού, όπου άναβαν φωτιά και έψηναν το χοιρινό κρέας και τα λουκάνικα. Στο γιορτάσι αυτό μετείχαν όλες οι ηλικίες και αφού έτρωγαν, άρχιζαν το χορό ως τα μεσάνυχτα.
Άλλο σημαντικό έθιμο ήταν τα «Σούρβα», τα κάλαντα, τα οποία έλεγαν τα δασκαλόπαιδα ανήμερα της γιορτής του Α. Βασιλείου και μάζευαν ξηρούς καρπούς, χρήματα, κουλούρια και πίτες.
Το έθιμο του καλού ποδαρικού ήταν το πρώτο μέλημα των νοικοκυραίων. Έπρεπε να τους κάνει επίσκεψη κάποιο άτομο γουρλίδικο. Κυρίως έβαζαν στο σπίτι ένα αρσενικό αγόρι και του έδιναν να ρίξει στη φωτιά του τζακιού αλάτι, για να έχουν καλή σοδειά. Άλλωστε, η φράση «τι λαλάς Κυρ’ Βασίλη για τ’ αρνιά και τα κατσίκια», δείχνει τον καημό των κτηνοτρόφων για καλή παραγωγή από τα κοπάδια τους.
Πέρα από τα Θεσσαλικά αυτά έθιμα, θα αναφερθούμε και στο γνωστό σε όλους μας, έθιμο της Βασιλόπιτας. Σε πολλά μέρη λέγεται και Αγιοβασιλόπιτα, Βασιλίτσα, Βασιλόψωμο, Βασιλοκουλούρα. Το έθιμο αυτό δεν έχει εκλείψει και στη σύγχρονη εποχή, διατηρείται, όπως και παλιότερα. Είναι το σύμβολο του πρωτοχρονιάτικου τραπεζιού. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση, το έθιμο του φλουριού που τοποθετούν μέσα οι νοικοκυρές, προέρχεται από την Καισαρεία την γενέτειρα του Α. Βασιλείου, όπου ήταν επίσκοπος σ’ αυτήν. Ο Βυζαντινός βασιλιάς Ιουλιανός, ο οποίος ήταν και έπαρχος της Καππαδοκίας, περνώντας με το στρατό του για να πολεμήσει τους Πέρσες, ζήτησε να φορολογηθεί όλη αυτή η επαρχία. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να δώσουν όλα τα χρυσαφικά τους, αλλά ήταν τυχεροί γιατί ο Ιουλιανός σκοτώθηκε και δεν πέρασε να πάρει τα χρυσαφικά τους. Ο Α. Βασίλειος έδωσε εντολή ένα μέρος αυτών να δοθούν σε φτωχούς, ένα άλλο στη «Βασιλειάδα» και τα υπόλοιπα να μοιραστούν στους κατοίκους. Για να γίνει η επιστροφή των φλουριών πίσω ήταν αδύνατο. Για το λόγο αυτό έκαναν μικρές κουλούρες, όπου μέσα έβαλαν ένα χρυσαφικό και έτσι μοιράστηκαν τα φλουριά στους κατοίκους.
Για τη χαρτοπαιξία, υπάρχει μια παράδοση που έρχεται από τον Πόντο, που θέλει τον Α. Βασίλη να κερδίζει τον φοροεισπράκτορα στα χαρτιά και να γλιτώνει το ποίμνιό του από την φορολογία.
Βέβαια, το έθιμο της βασιλόπιτας μπορεί να συσχετιστεί και με τον εορταστικό άρτο της ελληνικής αρχαιότητας, που προσφέρονταν στους θεούς ως απαρχή σε μεγάλες αγροτικές γιορτές, όπως τα Θαλύσια και Θαργήλια. Σύμφωνα με την παράδοση, η πίτα κόβεται και μοιράζεται με εθιμικό τελετουργικό τη νύχτα της παραμονής του νέου χρόνου, ενώ ξεχωρίζονται τα κομμάτια για το Χριστό, Παναγιά, Α. Βασίλη, το σπίτι, τους ξενιτεμένους και την οικογένεια. Παράλληλα, οι γεωργοί χωρίζουν κομμάτι για τα χωράφια, οι κτηνοτρόφοι για τα ζωντανά τους. Βέβαια, σήμερα στη σύγχρονη κοινωνική ζωή η κοπή της πίτας παίρνει τη μορφή – χαρακτήρα επαγγελματικών και κοινωνικών υποχρεώσεων και όχι την ημέρα της Πρωτοχρονιάς.
Στην πίτα παλιότερα έβαζαν κωνσταντινάτα φλουριά, ασημένια και χρυσά φυλακτά και όποιος έβρισκε το φλουρί ήταν ο τυχερός της οικογένειας και της χρονιάς. Παραδοσιακά το κόψιμο της πίτας γίνεται από τον αρχηγό της οικογένειας, ο οποίος προσεύχεται μαζί με την οικογένεια για την υγεία και ευτυχία στο νέο χρόνο. Η πίτα πριν κοπεί σταυρώνεται και ο τυχερός τοποθετεί το φλουρί στο εικονοστάσι του σπιτιού ως την επόμενη χρονιά.
* Του Απόστολου Ποντίκα, δασκάλου, θεολόγου, φιλολόγου, επίτιμου σχολικού συμβούλου