Γιατί απαντήσεις υπάρχουν πλέον και για άλλα ερωτήματα. Όπως, παράδειγμα, τι περιείχε η γκαρνταρόμπα των γυναικών και των ανδρών της μινωικής εποχής ή τι κληροδότησε το αρχαίο ύφασμα στη σύγχρονη μόδα. Αλλά και ποια είναι η σχέση του με την αρχιτεκτονική ή με τη θρησκεία.
Τι μπορεί να μας πει το αρχαιολογικό ύφασμα ακόμη; «Καταλαβαίνουμε πόσο καλά γνώριζαν οι πρόγονοί μας το φυσικό περιβάλλον, γεγονός που τους επέτρεπε να εκμεταλλευτούν τις πρώτες ύλες. Μας πληροφορεί επίσης με ποιο εργαλείο έγινε η ίνα και ποιο χρησιμοποιήθηκε για το ύφασμα, αλλά και να εντοπίσουμε διακοσμητικά στοιχεία, όπως είναι το κέντημα ή τα κρόσσια» λέει στο ΑΠΕ- ΜΠΕ η Στέλλα Σπαντιδάκη, αρχαιολόγος και συνδιοργανώτρια της ημερίδας «Έρευνα και προβολή του αρχαιοελληνικού υφάσματος στην Ελλάδα», η οποία θα φιλοξενηθεί αύριο, Σάββατο, στην Αθήνα.
Ο κλάδος της αρχαιολογίας του υφάσματος, επισημαίνει η Στέλλα Σπαντιδάκη, άρχισε να αναπτύσσεται μόλις στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει γνωρίσει τεράστια άνθηση παγκοσμίως. «Σε αντίθεση με τους παραδοσιακούς τομείς της αρχαιολογίας (κεραμική, γλυπτική κλπ), τα αρχαιολογικά υφάσματα είναι ένα τοπίο προς εξερεύνηση που μπορεί ακόμη να μας εκπλήξει» σημειώνει.
Τι εξέπληξε την ίδια; «Πάρα πολλά πράγματα. Ας πούμε, το γεγονός ότι ήταν πάρα πολλοί οι άνδρες στην κλασσική περίοδο που ασχολούνταν με το ύφασμα» απαντά. Και πράγματι: στην κλασική περίοδο, η υφαντική είναι παρούσα τόσο στο σπίτι όσο και στο εργαστήριο, αποτελεί μείζονα οικονομική δραστηριότητα και οι άνδρες απασχολούνται σε διάφορα στάδια της κατασκευής, της διακόσμησης και της εμπορίας των υφασμάτων.
Ο πλούτος πληροφοριών είναι ανεξάντλητος. Κι αυτές είναι πληροφορίες που δίνουν στους ειδικούς τα υφάσματα που έχουν διασωθεί, τα περισσότερα από τα οποία βρίσκονται σε ορυκτοποιημένη κατάσταση. Η πορφύρα, για παράδειγμα, το πιο ανθεκτικό απ’ όλα τα χρώματα, παραγόταν από τρία είδη κοχυλιών, ενώ για την παρασκευή ενός και μόνο γραμμαρίου βαφής απαιτούνταν δέκα χιλιάδες οστρακοειδή από αυτά τα τρία είδη. Είχε επομένως τεράστιο κόστος, γεγονός που είχε οδηγήσει στην εφεύρεση υποκατάστατων.
Και ποια υλικά χρησιμοποιούνταν στην ύφανση; «Κι εδώ η ευρηματικότητα των Αρχαίων ήταν ανεξάντλητη. Από μαλλί κατσίκας έως τσουκνίδα. Και φυσικά κάνναβη» απαντά η Στέλλα Σπαντιδάκη. «Θα σας φανεί τουλάχιστον περίεργο εάν πω ότι ο ελληνικός πολιτισμός εξαπλώθηκε χάρις στην κάνναβη» λέει από την πλευρά του ο Αργύρης Μουντζούρης, ο οποίος θα μιλήσει για τη χρήση αυτού του φυτού στην αρχαία Ελλάδα και τους λόγους της εξαφάνισής της από τη σύγχρονη ιστοριογραφία στην ημερίδα που διοργανώνει το Κέντρο Έρευνας και Συντήρησης Αρχαιολογικού Υφάσματος ARTEX.
Όπως εξηγεί, η ευρύτατη χρήση της ίνας από ήμερη κάνναβη οφείλεται στα μοναδικά χαρακτηριστικά του φυτού: τις εξαιρετικά μεγάλης αντοχής μακριές ίνες που παράγει και την ανθεκτικότητά της στο νερό, κάτι που σημαίνει ότι δεν μουχλιάζει. «Πώς φαντάζεστε ότι έφτασαν τα ελληνικά καράβια στη Σικελία χωρίς να διαλυθούν τα πανιά τους από τις αντιξοότητες ενός τόσο μεγάλου ταξιδιού; Να γιατί κάτι που αρχικά ακούγεται πολύ περίεργο, η συμβολή της κάνναβης στην εξάπλωση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, τελικά δεν είναι και τόσο» αναφέρει. «Ο δρόμος της κάνναβης είναι παλαιότερος ακόμη και από αυτόν του μεταξιού» προσθέτει.
Οι ειδικοί διαθέτουν σήμερα πληροφορίες για το αρχαιολογικό ύφασμα που δίνουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα όχι μόνο για την υφαντική αλλά και για τις αρχαίες κοινωνίες γενικότερα. Όπως λέει η Στέλλα Σπαντιδάκη, «το αρχαιολογικό ύφασμα μας δίνει την ευκαιρία να φωτίσουμε ακόμη περισσότερο αλλά και κάτω από ένα διαφορετικό πρίσμα τον κλασικό κόσμο».