«Η Ανάσταση» είναι ένα κλασικό μυθιστόρημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ένα αριστουργηματικό βιβλίο που στην εποχή του (1899) ξεπέρασε σε πωλήσεις το «Πόλεμος και ειρήνη» και την «Άννα Καρένινα». Το τελευταίο σπουδαίο έργο του Λέοντα Τολστόι.
……Ρωσία, τέλη του δέκατου ένατου αιώνα. Μια πόρνη, η Κατερίνα Μάσλοβα, κατηγορείται για φόνο. Στη δίκη της παρίσταται ως ένορκος ο πρίγκιπας Ντμίτρι Ιβάνοβιτς Νεχλιούντοφ. Ήταν αυτός που νεαρή ακόμη, την είχε αποπλανήσει και την είχε εγκαταλείψει έγκυο στο παιδί τους, τον μικρό Μίτιενκα. Η κατηγορούμενη καταδικάζεται σε τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. Ο Νεχλιούντοφ, κατατρεγμένος από τις Ερινύες, ακολουθεί την Κατερίνα στην εξορία και στο μαρτύριό της.
Η τραγική ιστορία της Κατερίνας Μάσλοβα δίνει την ευκαιρία στον Τολστόι να εξαπολύσει τα φαρμακερά βέλη του με στόχο τους θλιβερά παρηκμασμένους θεσμούς – από την οικογένεια έως τη δικαιοσύνη – μιας Ρωσίας που καταρρέει στο λυκόφως του 19ου αιώνα.
Στην «Ανάσταση» κορυφώνονται και εκφράζονται οι ηθικοί στοχασμοί, οι πνευματικές ανησυχίες και οι πολιτικές ιδέες που καλλιέργησε ο Τολστόι προς το τέλος της ζωής του, όταν άρχισε να αναθεωρεί τη σχέση του με το κράτος, καταδίκασε το δεσποτισμό,
την εξαθλίωση των φτωχών αγροτών και το φεουδαλισμό ως πυρήνα του τσαρικού καθεστώτος. Και παρότι εξακολουθούσε να θεωρεί τον εαυτό του χριστιανό, δε φοβήθηκε να στηλιτεύσει την υποκρισία της επίσημης Εκκλησίας.
Ο Λέων Τολστόι (1828-1910) είναι ένας από τους κορυφαίους λογοτέχνες, γνωστός στο ευρύ κοινό πρωτίστως για τα έργα του «Πόλεμος και Ειρήνη» και «Άννα Καρένινα», που συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα μυθιστορήματα όλων των εποχών.
Η ζωή του Τολστόι χαρακτηρίστηκε από μεγάλες αντιθέσεις, καθώς τα πρώτα άσωτα χρόνια της αριστοκρατίας τα διαδέχτηκε η ριζοσπαστική μεταστροφή του προς την άρνηση του πλούτου, τη φιλανθρωπία και προς έναν ιδιόμορφο ειρηνιστικό και χριστιανικό αναρχισμό, που έτυχε θαυμασμού από προσωπικότητες όπως ο Γκάντι και επισφραγίστηκε με τον αφορισμό της Ρωσικής Εκκλησίας. Η στροφή στην κοσμοθεωρία του άρχισε να συντελείται με την απογοήτευση που γεύτηκε πολεμώντας με τον ρώσικο στρατό σε διάφορα μέτωπα μέχρι το 1856, όταν και έγραφε τα πρώτα του έργα, αυτοβιογραφικά σε μεγάλο βαθμό.
Ο πόλεμος γυμνός, χωρίς πατριωτικά πλουμίδια, σκιαγραφήθηκε στα «Διηγήματα της Σεβαστούπολης» (1855).
Λίγο μετά ο Τολστόι αφοσιώθηκε στα κτήματα του, γράφοντας παράλληλα τους «Κοζάκους» (1863) και τον «Πολικούσκα» (1863), έκφραση της γοητείας που του ασκούσε ο χωριάτικος τρόπος ζωής και συνάμα της αποστροφής του για την αριστοκρατική τάξη πραγμάτων, της οποίας ο καθωσπρεπισμός στηλιτεύτηκε στην « Άννα Καρένινα» (1875-77).
Στον «Πόλεμο και Ειρήνη» (1865-69), έργο που βασίστηκε σε ιστορικές μαρτυρίες και ντοκουμέντα όπως τα επεξεργάστηκε η πολιτική σκέψη του Τολστόι, επιχειρήθηκε η ανατροπή της ιστορικής μυθοπλασίας, η αποκαθήλωση των ηγετικών μορφών και η ανάδειξη του ρόλου των απλών στρατιωτών.
Στα τελευταία έργα του, όπως είναι «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς» (1886), «Η σονάτα του Κρόιτσερ» (1887-9), «Ο Διάβολος» (1889-90) και η «Ανάσταση» (1899), ο Τολστόι ανέλυσε πτυχές της γνήσιας χριστιανικής αρετής σε αντιδιαστολή με τον τυπικισμό, μια αρετή που εφάρμοσε ζώντας ασκητικά, παρά τις σοβαρές αντιρρήσεις της γυναίκας του και την αποστασιοποίηση του από το οργανωμένο κράτος και την επίσημη Εκκλησία.
Πλήθη όμως ολόκληρα τον θεωρούσαν πρότυπο και προσπαθούσαν να τον γνωρίσουν από κοντά, στη δύση πλέον της ζωής του.
Πηγή: biblionet.gr