«Αναμφίβολα η διεθνής οικονομική κρίση, και το κλίμα αβεβαιότητας και δυσπιστίας για τις πραγματικές επιπτώσεις, περνούν πλέον από τη χρηματιστηριακή στην πραγματική οικονομία. Όλοι οι έγκυροι οικονομικοί αναλυτές σε όλο τον κόσμο εξήγησαν τις αλυσιδωτές επιπτώσεις της χρηματιστηριακής κρίσης, λόγω της σύνδεσης όλων σχεδόν των χρηματιστηρίων με αυτό της Νέας Υόρκης. Σήμερα όμως, η κρίση αυτή περνά στην πραγματική οικονομία. Τις επιπτώσεις της κρίσης αυτής δεν μπορεί κανείς να προσδιορίσει απολύτως.
Τόσο από τα επίσημα κυβερνητικά χείλη όσο και από τα πολιτικά κόμματα, την Τράπεζα της Ελλάδος και άλλους επισήμους οικονομικούς κύκλους έγινε μια συστηματική προσπάθεια να εξηγηθεί ότι στη χώρα μας δεν κινδυνεύει το τραπεζικό σύστημα και ότι υπάρχει εγγύηση του ελληνικού κράτους για τις καταθέσεις. Παράλληλα δε, είναι στη διάθεση των τραπεζών το τεράστιο ποσό των 30 περίπου δισ. ευρώ για να ξεπεράσουν την «κρίση».
Τα κεφάλαια αυτά θα διατεθούν φυσικά για να μπορέσουν οι ελληνικές τράπεζες, που θα ενταχθούν στο σύστημα, να συνεχίσουν να χορηγούν δάνεια σε καταναλωτές και επιχειρήσεις. Τα ερωτήματα της πολιτικής αυτής επιλογής είναι πολλά και χρήζουν απαντήσεων, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τους υποστηρικτές της πολιτικής αυτής.
-Γιατί κρίνεται αναγκαία η επιχορήγηση των τραπεζών μας όταν αυτές κατά μέσο όρο παρουσίασαν κέρδη της τάξης των 50% το πρώτο εξάμηνο του 2008;
-Πώς επιλέγεται μια τέτοια πολιτική στήριξής των όταν οι επενδύσεις των τραπεζών, όντας ιδιαίτερα συντηρητικές, έχουν ιδιαίτερα χαμηλό ρίσκο ενώ παράλληλα είναι γνωστό ότι οι επενδύσεις τους καλύπτουν μόνο το 18% των ιδίων κεφαλαίων, σε αντιδιαστολή με τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές τράπεζες , που έχουν πρόβλημα επειδή επένδυσαν το 80% των ιδίων κεφαλαίων τους;
-Πώς επιλέγεται μια πολιτική χρηματοδότησης των τραπεζών από τον κρατικό προϋπολογισμό, όταν αυτός είναι μέχρι σήμερα όχι μόνο ελλειμματικός, αλλά και ο νέος έρχεται να λειτουργήσει φοροεισπρακτικά - τουλάχιστον για τους μικρομεσαίους- για να καλυφτούν τα ελλείμματα;
Στα ερωτήματα αυτά μπορεί κανείς να προσθέσει και πολλά άλλα. Τα οφέλη της πολιτικής αυτής είναι το μεγάλο ερώτημα.
Ποιο το όφελος του Έλληνα φορολογούμενου από τα μέτρα αυτά;
Μήπως από την ένταξή τους στο σύστημα αυτό θα μειωθούν δραστικά τα επιτόκια χορηγήσεων;
Αν σήμερα επικαλούνται το αυξημένο κόστος χρήματος από τη διατραπεζική αγορά, ποιος εγγυάται ότι τα χρήματα αυτά θα μετακυλισθούν στους δανειολήπτες, νοικοκυριά και επιχειρήσεις;
Μήπως αύριο το πρωί καλέσουν οι τράπεζες τους υπερχρεωμένους μικρομεσαίους για δάνεια επιβίωσης των επιχειρήσεών μας;
Ή μήπως η επίκληση μείωσης των δαπανών μισθοδοσίας των στελεχών τους (golden boys, αν και ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για κάποιους άλλους) που ζητά η κυβέρνηση είναι το πρόβλημα του ελληνικού τραπεζικού προβλήματος;
Το πρόβλημα, κύριοι της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, είναι η διατήρηση των υψηλών κερδών των τραπεζών. Ποτέ μέχρι σήμερα είτε οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ είτε οι κυβερνήσεις της Ν.Δ. δεν θέλησαν να παρέμβουν στο τραπεζικό σύστημα. Ακόμα και τις όποιες αποφάσεις των θεσμικών οργάνων και της δικαιοσύνης συστηματικά τις αγνοούν.
Χωρίς μέχρι σήμερα να έχει εμφανιστεί το παραμικρό πρόβλημα στη λειτουργία των τραπεζών, η Πολιτεία, πλειοδοτώντας, παρουσιάζει σχέδιο σωτηρίας τους.
Θα αναρωτηθεί κανείς με όλα τα παραπάνω αν θεωρώ ότι υπάρχει κρίση.
Σαφώς και υπάρχει και οι επιπτώσεις της επηρεάζουν μια σειρά οικονομικές και αναπτυξιακές συνιστώσες της ελληνικής οικονομίας.
Πολλές επιχειρήσεις ισχυρές επηρεάζονται αρνητικά, μέσω της πτώσης της αξίας των μετοχών τους στο χρηματιστήριο, αλλά και η άντληση αναπτυξιακών πόρων μέσα από το θεσμό αυτό καθίσταται πλέον προβληματική.
Από την άλλη πλευρά θα υπάρξει συμπίεση λόγω της κρίσης των αγορών και των ελληνικών εξαγωγών. Ήδη η μείωση των τζίρων, το σύντομο διάστημα της κρίσης, σε συνδυασμό με την αύξηση των ανελαστικών δαπανών καθιστούν πλέον προβληματική τη λειτουργία των μικρομεσαίων και πολύ μικρών επιχειρήσεων. Το κυριότερο όμως είναι ότι δημιουργήθηκε ένα γενικότερο κλίμα αβεβαιότητας που δεν βοηθά την αναπτυξιακή διαδικασία.
Αν αυτά τώρα τα συνδυάσουμε με το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία στηρίζεται σε μια μη ανταγωνιστική παραγωγική βάση, τότε αντιλαμβανόμαστε ποιο είναι το μέλλον μας. Παράλληλα είναι δεδομένο ότι η ανεργία με τις συνθήκες αυτές θα αυξηθεί. Ναι, η διεθνής οικονομική κρίση επηρεάζει την ελληνική οικονομία σημαντικά.
Το πρόβλημα είναι με ποια μέτρα απαντούμε σε αυτή. Απαντάμε με έναν προϋπολογισμό που ως κύριο στοιχείο του έχει μια νέα φοροεπιδρομή, παρά τις διαβεβαιώσεις τόσο του πρωθυπουργού όσο και του συνόλου της κυβέρνησης για την ύπαρξη ενός σταθερού και δίκαιου φορολογικού συστήματος.
Απαντάμε με φοροεισπρακτικά μέσα βραχυπρόθεσμης απόδοσης που δεν δίνουν λύσεις, ούτε πρόκειται να σώσουν τον προϋπολογισμό του 2009, παρότι αυτός θα αναιρεθεί πάρα πολλές φορές.
Είναι δεδομένο ότι η μείωση της κατανάλωσης, ως αποτέλεσμα χαμηλών εισοδημάτων αλλά και ακρίβειας οδηγεί στην υστέρηση των κρατικών εσόδων τόσο από την έμμεση φορολογία όσο και από το ΦΠΑ.
Από την άλλη πλευρά η αύξηση των προβλεπόμενων εσόδων από την άμεση φορολογία κυρίως των μικρομεσαίων δεν μπορεί να ισοσταθμίσει τις απώλειες αυτές, μιας και οι μικρομεσαίοι αδυνατούν πλέον να πληρώσουν. Ήδη για την κάλυψη των υποχρεώσεων τους έχουν συρθεί στις δανειοδοτήσεις. Τα νέα φορολογικά μέτρα είναι παράλληλα η επιβεβαίωση της αποτυχίας της αναπτυξιακής πολιτικής της. Η απάντηση στην κρίση επιβάλλει την ύπαρξη ενός βραχυπρόθεσμου σχεδίου στήριξης της επιχειρηματικότητας και ιδιαίτερα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων και των χαμηλών εισοδημάτων, καθώς και ενός μακροπρόθεσμου αναπτυξιακού σχεδίου που λείπει από τη χώρα μας. Είναι αναγκαίο η κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα να αντιληφθούν ότι μόνο μέσα από τέτοιου χαρακτήρα παρεμβάσεις θα ξεπεράσουμε την κρίση και θα κατακτήσουμε και πάλι υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Οι αυριανές κινητοποιήσεις που έχουν εξαγγείλει οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των μικρομεσαίων δεν αφορούν μόνο στο ασφαλιστικό και το φορολογικό σύστημα που έχουν φτάσει πλέον στα όρια τους.
Αφορούν και στη διεκδίκηση ενός βραχυπρόθεσμου σχεδίου επιβίωσης αλλά και ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου ανάπτυξης.
Διεκδικούμε ενεργητικές πολιτικές στήριξής μας και όχι μέτρα που θα μας βάλουν μεγαλύτερη ακόμη θηλιά δανείων από τις τράπεζες και τους τοκογλύφους. Με τα μισά από αυτά τα χρήματα που διατίθενται στις τράπεζες σήμερα μπορεί να υλοποιηθεί ένα σχέδιο διάσωσής μας σε συνδυασμό με θεσμικού χαρακτήρα μέτρα.
Για τους λόγους αυτούς που πλέον αφορούν στην επιβίωσή μας προχωρούμε μέσω των συνδικαλιστικών μας οργανώσεων σε κινητοποιήσεις και στις οποίες καλούμε και εμείς όλους τους συναδέλφους να συμμετέχουν».