Υπερβολική επιβάρυνση των καταναλωτών και απώλεια εσόδων για το κράτος, εξαιτίας του τρέχοντος φορολογικού μοντέλου των υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, καταδεικνύει πρόσφατη μελέτη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και της ICAP. Σύμφωνα με την Ένωση Εταιριών Κινητής Τηλεφωνίας, ΕΕΚΤ, το πρόβλημα εντοπίζεται στην εξαιρετικά υψηλή φορολόγηση των υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα, την υψηλότερη στην Ευρώπη, καθώς, όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, το 42% των λογαριασμών συμβολαίων και το 35,5% των καρτοκινητών αντιπροσωπεύουν έμμεσους φόρους που εισπράττονται από το κράτος.
Αυτό, σύμφωνα με την ΕΕΚΤ, ουσιαστικά αντισταθμίζει τις μειώσεις των τιμών κινητής τηλεφωνίας, επιβαρύνοντας σημαντικά τους λογαριασμούς των καταναλωτών.
Σημαντικές είναι και οι απώλειες εσόδων του Κράτους, καθώς η υπερβολική φορολογία έχει σαν αποτέλεσμα τη μικρότερη χρήση των υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, πράγμα που μεταφράζεται σε μειωμένα έσοδα για το κράτος και πιο συγκεκριμένα σε μείωση της συνεισφοράς του Κλάδου στο ΑΕΠ κατά 17%, μείωση των θέσεων εργασίας στον Κλάδο κατά 17 χιλ., μείωση κατά €70εκ. της συνολικής συνεισφοράς του Κλάδου στα δημόσια έσοδα και τις ασφαλιστικές εισφορές, σε σχέση με το 2009.
Σύμφωνα με τη μελέτη, ενδεχόμενη μείωση του ειδικού τέλους κινητής τηλεφωνίας θα είχε πολλαπλά θετικά οφέλη τόσο για τους καταναλωτές, όσο και για την πορεία των δημόσιων οικονομικών, καθώς θα οδηγούσε σε ενίσχυση της χρήσης και κατά συνέπεια σε υψηλότερα έσοδα από ΦΠΑ.
Παράλληλα, η χαμηλότερη φορολογία θα επέτρεπε τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας συμβάλλοντας έτσι στη μείωση της ανεργίας, αλλά και στην άνοδο των εσόδων από φόρους εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές. Συγκεκριμένα, εκτιμάται πως μείωση του ειδικού τέλους κατά 25% θα ενίσχυε τη συνεισφορά του κλάδου στο ΑΕΠ κατά μισή μονάδα, στο 1,6%, με τη δημιουργία 4 χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας και καθαρή αύξηση των δημοσίων εσόδων κατά 3 εκ. ευρώ.