Στη διάψευση πληροφοριών και δημοσιευμάτων που ανέφεραν πως επίκειται νέα ρύθμιση για περαίωση ανέλεγκτων φορολογικών χρήσεων, προχώρησε το υπουργείο Οικονομικών.
Τα σενάρια τροφοδότησε η μεγάλη υστέρηση των εσόδων του Προϋπολογισμού στο επτάμηνο και οι διαφαινόμενες αποκλίσεις στην εφαρμογή του Μνημονίου.
Στο επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου η υστέρηση των εσόδων σε σχέση με το πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής ανήλθε σε 2,6 δισ. ευρώ, ενώ το υπουργείο Οικονομικών την προσδιορίζει σε 772 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα, οι καθυστερήσεις στην τοποθέτηση διευθυντών στις ΔΟΥ αλλά και ο όγκος των ανέλεγκτων υποθέσεων που έχει συσσωρευτεί δημιουργούν μεγάλο πρόβλημα στις εισπράξεις, καθώς στο τέλος του έτους παραγράφονται εκκρεμότητες από το 2000 μέχρι και το 2004.
Ήδη για τις συγκεκριμένες υποθέσεις έχουν δοθεί τουλάχιστον τρεις παρατάσεις παραγραφής και πλέον πληροφορίες φέρουν τον υπουργό Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου να δέχεται εισηγήσεις να προχωρήσει σε νέα αυτόματη περαίωση.
Πάντως, κύκλοι του υπουργείου αποσαφήνισαν πως δεν εξετάζεται περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων και καμία σχετική παρέμβαση για την ευνοϊκή ρύθμιση οφειλών παρελθόντων ετών. «Δεν υπάρχει ζήτημα περαίωσης εκκρεμών υποθέσεων», τονίζουν οι αρμόδιες πηγές.
Σημειώνεται πως τα επιμελητήρια και οι επιχειρηματικοί φορείς έχουν επανειλημμένα το τελευταίο διάστημα ζητήσει περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, αποβλέποντας στο να κλείσουν παλαιές φορολογικές υποθέσεις με τους πλέον ευνοϊκούς όρους.
Kατά την προηγούμενη περαίωση (2009) περίπου 180.000 επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες έλαβαν ειδοποιητήρια από τις εφορίες να προσέλθουν για να περαιώσουν εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις για τα έτη 2000-2006.
Το ελάχιστο ποσό των φόρων που κλήθηκε να πληρώσει κάθε ελεύθερος επαγγελματίας ή επιχείρηση κυμάνθηκε κατ' ελάχιστον από 200 έως 600 ευρώ για κάθε ανέλεγκτη χρήση.
Στόχος της τότε ηγεσίας του υπουργείου Οικονομικών ήταν να βεβαιωθούν πρόσθετοι φόροι τουλάχιστον 850 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, το ενδιαφέρον κινήθηκε σε χαμηλά επίπεδα και τελικώς οι φόροι που βεβαιώθηκαν δεν ξεπέρασαν τα 200 εκατ. ευρώ.