Του Γιώργου Νούλη
Στα όριά του έχει φτάσει ένα μεγάλο τμήμα καταθετών της Λάρισας, που άρχισαν και πάλι τις τελευταίες δύο ημέρες να ανησυχούν για τα χρήματα που έχουν αποταμιεύσει στις τράπεζες. Οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις που προκάλεσε η εξαγγελία του πρωθυπουργού για τη διενέργεια δημοψηφίσματος και ο κίνδυνος χρεοκοπίας της χώρας που άρχισε και πάλι να επικρέμεται, ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά πολλών πολιτών, που έσπευσαν σε τράπεζες για να χειριστούν την κατάσταση.
Σύμφωνα με πληροφορίες που αντλήθηκαν από διευθυντικά στελέχη πιστωτικών ιδρυμάτων της πόλης, η κίνηση στο δίκτυο των καταστημάτων το τελευταίο διάστημα κινιόταν σε φυσιολογικά επίπεδα χωρίς να καταγραφούν αξιοσημείωτες εκροές. Η καταθέσεις βέβαια μειώνονταν αλλά δεν συνιστούσαν ενδείξεις απόσυρσης χρημάτων. Αρκετοί καταθέτες πραγματοποίησαν αναλήψεις για την πληρωμή των οφειλών προς το Δημόσιο και για να καλύψουν τρέχουσες ανάγκες, αλλά μικρό ήταν το ποσοστό των εκροών που αφορούσε σε αποταμιευτές που «σήκωναν» μερικές χιλιάδες ευρώ υπό το φόβο της χρεοκοπίας.
Από προχθές όμως η ανησυχία έχει αυξηθεί. Διευθυντές τραπεζών δεν προλάβαιναν να απαντούν σε ερωτήματα πελατών τους «για το τι πρέπει να κάνουν με τα λεφτά τους» και «αν θα ήταν συνετό να «αποσύρουν ένα μέρος των χρημάτων τους».
Μέσα στο γενικότερο αυτό κλίμα ανησυχίας, κάποιοι πολίτες, κυρίως δημόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι, απέσυραν μικρά ποσά, επειδή φοβούνται στάση πληρωμών, αρκετοί δεν ανανέωσαν τις προθεσμιακές καταθέσεις, περιμένοντας τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις και πολλοί έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για την ενοικίαση τραπεζικών θυρίδων. Από συγκεκριμένη τράπεζα της Λάρισας μαθεύτηκε, ότι η ζήτηση για θυρίδες ήταν χθες πιεστική, ένα ποσό που αγγίζει το 1 εκ. ευρώ αποσύρθηκε και μπήκε σε θυρίδες των υποκαταστημάτων της, ενώ ένα ποσό γύρω στα 200.000 ευρώ βγήκε από λογαριασμούς πελατών της.
Πάντως οι διευθυντές τραπεζών συνιστούν στους καταθέτες να μην προχωρούν σε βεβιασμένες και εσφαλμένες κινήσεις που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο το χρηματοπιστωτικό σύστημα καθώς οι καταθέσεις είναι απόλυτα και πολλαπλώς εγγυημένες. «Ο κόσμος θα πρέπει να πειστεί πως οι ελληνικές τράπεζες είναι ασφαλείς, λένε. Δείτε για παράδειγμα τι έγινε με τις περιπτώσεις της Aspis Bank και της Proton Bank. Η πρώτη απορροφήθηκε από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και η δεύτερη ενισχύθηκε από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, με αποτέλεσμα κανείς να μη χάσει τις καταθέσεις του».
Ωστόσο πέραν όλων αυτών, είναι αναμφισβήτητο γεγονός πως οι καταθέσεις των Λαρισαίων μειώνονται. Όχι μόνον γιατί λόγω της ύφεσης οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά τρώνε από τα έτοιμα,
αλλά και γιατί σημειώνεται αυξημένη ροή ελληνικών επενδυτικών κεφαλαίων προς το εξωτερικό. Και βέβαια αυτό, δεν έχει να κάνει με εκείνους που έσπευσαν να βγάλουν τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό (με μικρότερο επιτόκιο, σημαντικό κόστος προμηθειών και με… φορολογικό κίνδυνο), αλλά για άλλους συμπολίτες μας, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο εγκαταλείπουν ελληνικά επενδυτικά προϊόντα και επιλέγουν ξένα. Όπως μας έλεγε στέλεχος τραπεζικής χρηματιστηριακής εταιρίας, υπάρχουν πολίτες που επενδύουν τελευταίως χρήματα σε αμοιβαία κεφάλαια του εξωτερικού, επηρεάζοντας προφανώς αρνητικά τις καταθέσεις των τραπεζών.
ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ
Στο μεταξύ, αν και η ρευστότητα των πολιτικών εξελίξεων θέτει εν αμφιβόλω τους σχεδιασμούς του οικονομικού επιτελείου, αξίζει να αναφερθούμε και στην προοπτική της φορολόγησης των τόκων των καταθέσεων. Η πρόταση που συζητείται καιρό τώρα και η οποία μελετάται επισταμένως από την κυβέρνηση έχει δύο σκέλη και προβλέπει ή τη φορολόγηση των τόκων των καταθέσεων με την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος ή την αύξηση του φόρου στους τόκων των καταθέσεων στο 20% από 10% που είναι σήμερα.
Με την πρώτη περίπτωση οι υπόχρεοι θα συμπεριλαμβάνουν τα εισοδήματα από τόκους στη φορολογική τους δήλωση και θα φορολογούνται με τους ανάλογους συντελεστές ενώ την ίδια στιγμή οι τράπεζες θα συνεχίσουν να παρακρατούν το 10% των τόκων από καταθέσεις αποδίδοντας τα σχετικά ποσά στο Δημόσιο. Κατά την εκκαθάριση της δήλωσης θα λαμβάνεται βέβαια υπόψη και το ποσό που έχει παρακρατηθεί από τις τράπεζες. Σε κάθε περίπτωση εφόσον η κυβέρνηση αποφασίσει να φορολογήσει επιπλέον τους τόκους των καταθέσεων, είτε απευθείας, είτε με την κλίμακα φορολογίας εισοδήματος, οι επιβαρύνσεις θα είναι μεγαλύτερες από τις υπάρχουσες, με ό,τι μπορεί να σημάνει αυτό για τις τράπεζες και τους αποταμιευτές.