Στο 16,3% "εκτινάχθηκε" το ποσοστό της ανεργίας το β΄τρίμηνο εφέτος, από 11,8% το β΄τρίμηνο πέρυσι και 15,9% το α΄τρίμηνο εφέτος, ανακοίνωσε σήμερα η ΕΛΣΤΑΤ. Ο αριθμός των ατόμων που προστέθηκαν στους "καταλόγους των ανέργων" αυξήθηκε κατά 36,5% μέσα σε έναν χρόνο (κατά 2,3% σε σύγκριση με το α΄ τρίμηνο εφέτος) και πλέον οι άνεργοι ανέρχονται σε 810.821 άτομα. Από την ανεργία πλήττονται κυρίως οι νέοι (ένας στους τρεις άνεργος) και οι γυναίκες, ενώ η Βόρεια Ελλάδα συνεχίζει να κρατά τα "σκήπτρα" στους ανέργους. Παράλληλα, πάνω από ένας στους δύο ανέργους είναι μακροχρόνια άνεργος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της τριμηνιαίας έρευνας εργατικού δυναμικού, που δημοσιοποίησε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), το β΄ τρίμηνο ο αριθμός των απασχολούμενων ανήλθε σε 4.156.336 άτομα, με την απασχόληση να μειώνεται κατά 0,9% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 6,1% σε σχέση με το β΄ τρίμηνο του 2010. Το ποσοστό των "νέων ανέργων", δηλαδή όσων εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, ανέρχεται στο 24,6% του συνόλου των ανέργων, ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν από 12 μήνες και άνω εργασία, ανεξάρτητα εάν είναι "νέοι" ή "παλαιοί" άνεργοι), αποτελούν αντίστοιχα το 50,9%. Το ποσοστό ανεργίας των ατόμων με ξένη υπηκοότητα είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων υπηκόων (18% έναντι 16,2%). Επίσης, το 73% των ξένων υπηκόων είναι οικονομικά ενεργό, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο των Ελλήνων, το οποίο είναι 51,8%. Το ποσοστό των μισθωτών, το οποίο εκτιμάται σε 63,7%, εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανέρχεται στο 80% του συνόλου των απασχολουμένων.
Ηλικιακά, από την ανεργία πλήττονται κυρίως οι νέοι ηλικίας 15- 29 ετών (32,9% από 22,8% πέρυσι), ενώ στις νέες γυναίκες το αντίστοιχο ποσοστό είναι 38,3% (από 27,5%). Στις ηλικίες 30- 44 ετών, η ανεργία ανέρχεται σε 14,9% (από 10,9% πέρυσι). Γενικά στους άνδρες, η ανεργία είναι 13,7% (από 9,4% το β΄ τρίμηνο 2010) και στις γυναίκες είναι 20% (από 11,8%).
Σε επίπεδο περιφερειών της χώρας, το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στη Δυτική Μακεδονία (23,1% από 14,6%), στην Ανατολική Μακεδονία- Θράκη (20,7% από 13,9%) και στην Κεντρική Μακεδονία (18,8% από 12,7%). Στον αντίποδα, το μικρότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στην Πελοπόννησο (13,1% από 9,9%), στην Κρήτη (13,4% από 11%) και στο Νότιο Αιγαίο (13,7% από 12,1%). Στην Αττική, όπου διαμένουν τα περίπου 2/3 του πληθυσμού της χώρας, η ανεργία ανέρχεται σε 15,6% (από 11,6% πέρυσι).
Λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο εκπαίδευσης, η κατανομή της ανεργίας έχει ως εξής: το υψηλότερο ποσοστό παρατηρείται σε όσους δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (34,5%) και ακολουθούν τα άτομα που έχουν τελειώσει μερικές τάξεις δημοτικού (24,9%) και οι απόφοιτοι ανώτερης Τεχνολογικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (19%). Τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται σε όσους έχουν διδακτορικό ή μεταπτυχιακό (9,7%) και στους πτυχιούχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (11,6%).
Από το σύνολο των ανέργων, το 90,1% αναζητά εργασία ως μισθωτός με πλήρη απασχόληση και μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό (6,7%) απέρριψε κάποια πρόταση ανάληψης εργασίας για διάφορους λόγους και, κυρίως, επειδή δεν το εξυπηρετούσε ο τόπος εργασίας. Από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, προκύπτουν επίσης τα εξής: Το β΄ τρίμηνο εφέτος, βρήκαν απασχόληση 81.118 άτομα, τα οποία ήταν άνεργα πριν από ένα έτος. Παράλληλα, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, 42.467 άτομα μετακινήθηκαν από τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό σε θέσεις απασχόλησης. Αντίθετα, 184.188 άτομα, τα οποία ένα χρόνο πριν ήταν απασχολούμενα, σήμερα είναι άνεργα και άλλα 100.573 άτομα που ήταν απασχολούμενα, είναι πλέον οικονομικά μη ενεργά. Επιπλέον, 100.351 άτομα, που πριν ένα έτος ανήκαν στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό, εισήλθαν στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, αλλά είναι άνεργα. Το ποσοστό της μερικής απασχόλησης παραμένει χαμηλό και ανέρχεται στο 6,4% του συνόλου των απασχολουμένων. Ανά τομέα της οικονομίας, παρατηρείται μείωση στον αριθμό των απασχολούμενων σε όλους τους τομείς. Στον πρωτογενή τομέα η μείωση ανέρχεται σε 7,6%, στον δευτερογενή σε 16,5% και στον τριτογενή σε 2,8%.