Σημαντική έλλειψη ρευστότητας, αλλά και κατακερματισμός των επιχειρήσεων που δεν αφήνει περιθώρια «ελιγμών» αποδεκατίζουν την εγχώρια παραγωγή ετοίμου ενδύματος. Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία της κλαδικής μελέτης του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), καθώς σύμφωνα με αυτά, μέσα σε μια δεκαετία, η παραγωγή του κλάδου συρρικνώθηκε κατά 68%, ενώ δυσοίωνα είναι τα μηνύματα και για το εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Παράλληλα, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τους κλάδους δερμάτων-υπόδησης, στο πεντάμηνο του 2011, προβληματίζουν ακόμη περισσότερο, καθώς η μείωση του όγκου στην υπόδηση έχει οδηγήσει τις επιχειρήσεις του κλάδου στο να γράψουν στα καθαρά τους αποτελέσματα ζημίες, ύψους 1,6 εκατ. ευρώ για το 2010, έναντι κερδών, έστω και οριακών, την αμέσως προηγούμενη χρονιά.
Σύμφωνα με τους μελετητές του ΙΟΒΕ, η τεχνολογική αναβάθμιση με τη σύνδεση όλων των τμημάτων της εφοδιαστικής αλυσίδας, η δημιουργία ισχυρότερων επιχειρηματικών σχημάτων μέσω συγχωνεύσεων, η έμφαση στην έρευνα και ανάπτυξη και η υλοποίηση οργανωτικών αλλαγών που υποστηρίζουν τη μείωση του κόστους και την εξωστρέφεια, αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την ενδυνάμωση του κλάδου έτοιμου ενδύματος.
Όπως υπογραμμίζεται, η επιβίωση των εταιριών του κλάδου θα εξαρτηθεί από την ποιότητα του προϊόντος, τη διαφοροποίησή τους στις διεθνείς αγορές, αλλά και από το χρόνο απόκρισης στις απαιτήσεις των πελατών και την ευελιξία στο μέγεθος των παραγγελιών, ως αποτέλεσμα των γρήγορων εναλλαγών των τάσεων της μόδας και της δημιουργίας περισσότερων σεζόν από τις συνήθεις δύο (χειμώνας – καλοκαίρι).
ΣΥΡΡΙΚΝΩΣΗ
Στην Ελλάδα, καθώς ο κλάδος προσπαθούσε να προσαρμοστεί στις ανακατατάξεις και στις ισχυρές διεθνείς ανταγωνιστικές πιέσεις, ενέσκηψε η οικονομική κρίση που σε συνδυασμό με τη στενότητα στις πιστώσεις και τη συρρίκνωση της κατανάλωσης, επιδείνωσε το ήδη επιβαρημένο κλίμα που επικρατούσε στον κλάδο. Η εγχώρια παραγωγή ειδών ένδυσης κινήθηκε την περίοδο 2000-2010 πτωτικά, με το δείκτη Βιομηχανικής Παραγωγής (ΔΒΠ) του κλάδου να καταγράφει σωρευτική μείωση -68,4%. Την τριετία 2008-2010, η υποχώρηση της παραγωγής ήταν ιδιαίτερα έντονη, φτάνοντας στην κορύφωσή της κατά τη διάρκεια του 2010, όταν ο ΔΒΠ του κλάδου μειώθηκε κατά -28,5%. Οι πρώτες ενδείξεις για το 2011 δεν είναι θετικές, καθώς το α’ τρίμηνο ο ΔΒΠ του κλάδου συνέχισε την πτωτική του πορεία, υποχωρώντας κατά -28,7% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2010.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, οι έντονες ανταγωνιστικές πιέσεις στην αγορά ένδυσης, έχουν αναμορφώσει τη δομή της εγχώριας αγοράς, με την έξοδο πολλών μικρών επιχειρήσεων και την επικράτηση των μεγαλύτερων. Η πορεία της κερδοφορίας, ιδιαίτερα των παραγωγικών επιχειρήσεων, είναι φθίνουσα και σε συνδυασμό με την υποχώρηση της εγχώριας ζήτησης και των εξαγωγών και τη φορολογική αστάθεια, κατέστησε τον κλάδο κατασκευής ειδών ένδυσης λιγότερο αποδοτικό.
ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ
Η ύπαρξη πολλών επιχειρήσεων μικρού μεγέθους, συνήθως οικοτεχνιών, έχει ως αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της εγχώριας παραγωγής. Στην κατάσταση αυτή συμβάλουν και οι περιορισμένες ή άκαρπες προσπάθειες για συσπείρωση των εγχώριων παραγωγικών μονάδων καθώς και η χαμηλή καθετοποίηση της παραγωγής. Παράλληλα, το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων δυσχεραίνει την οικονομική τους αποτελεσματικότητα και δε δίνει την ευκαιρία για τη δημιουργία ευρείας ποικιλίας ειδών ένδυσης, ικανής να ανταγωνιστεί την κλίμακα παραγωγής των μεγάλων, κυρίως διεθνών, κατασκευαστών.
EΛΛΕΙΨΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑΣ
Κατά την τρέχουσα περίοδο της ύφεσης οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας, τα οποία τις εμποδίζουν να προβούν σε κατάλληλες επενδύσεις, απειλώντας ακόμα και τη βιωσιμότητά τους. Η έλλειψη ρευστότητας συνδέεται στενά και με την περιορισμένη δυνατότητα δανειοδότησης από τις τράπεζες. Ακόμη και βιώσιμες επιχειρήσεις ενδέχεται να δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση, ενώ η εκτεταμένη χρήση μεταχρονολογημένων επιταγών επιτείνει το πρόβλημα.
Η ένταση του ανταγωνισμού που υφίστανται οι εγχώριοι παραγωγοί επηρεάζεται και από τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα των εγχώριων ειδών ένδυσης. Μια σημαντική εξωγενής συνιστώσα είναι το ισχυρότερο ευρώ έναντι του δολαρίου, αλλά και έναντι αρκετών νομισμάτων που είναι συνδεδεμένα με το δολάριο. Ωστόσο, η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας των εγχώριων παραγωγών οφείλεται κυρίως στην αναδιάταξη που συντελέστηκε στον διεθνή καταμερισμό της παραγωγής προς χώρες με εξαιρετικά χαμηλό κόστος εργασίας.
Επιπλέον, οι εγχώριες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να διεθνοποιηθούν. Ακόμη και οι επιχειρήσεις που ήδη διαθέτουν αναγνωρίσιμο εμπορικό σήμα και είναι εδραιωμένες στην Ελλάδα, δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν τους μεγάλους οίκους του εξωτερικού, καθώς δε διαθέτουν παρόμοια οργάνωση, μέγεθος, εξειδίκευση προσωπικού, σχεδιασμό και καινοτομία.
Η ισχυροποίηση των μεγάλων αλυσίδων λιανικού εμπορίου τους επιτρέπει την επίτευξη οικονομιών κλίμακας. Ως αποτέλεσμα, η δυναμική διείσδυση πολυεθνικών αλυσίδων έχει οδηγήσει σε εκτόπιση των μικρότερων εγχώριων εμπόρων ειδών ένδυσης από την αγορά. Οι μικρότεροι έμποροι συνήθως αδυνατούν να ανταποκριθούν στις τρέχουσες συνθήκες χρηματοοικονομικής ασφυξίας και να ακολουθήσουν την τάση της γρήγορης μόδας και της γρήγορης ανανέωσης των σχεδίων. Η τάση αυτή καθιστά απαραίτητη την εφαρμογή νέων προσεγγίσεων στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι οποίες προϋποθέτουν δαπάνες σε σύγχρονες τεχνολογίες επικοινωνίας, τις οποίες διαθέτουν οι μεγάλοι λιανέμποροι, επιτρέποντάς τους να δώσουν έμφαση στο επώνυμο προϊόν και να αυξήσουν με αυτό τον τρόπο την εμπιστοσύνη των καταναλωτών τους.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Ο κλάδος, έχοντας απολέσει το πλεονέκτημα του χαμηλού κόστους εργασίας, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει την παραγωγική βάση και την τεχνογνωσία που διαθέτει σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές εξελίξεις (όπως νανοτεχνολογία, βιοτεχνολογία και πληροφορική) προκειμένου να αναπτύξει προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας (έξυπνα, πολυλειτουργικά και υψηλών επιδόσεων ενδύματα). Επιπλέον, η αναδιάρθρωση της εφοδιαστικής αλυσίδας θα ευνοήσει την επίτευξη χαμηλότερου χρόνου απόκρισης στις παραγγελίες και θα οδηγήσει σε βελτιστοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην έρευνα, από τη βασική έως την εφαρμοσμένη, και στη δημιουργία ερευνητικών σχημάτων όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο, αλλά και σε διεθνές για την επίτευξη μεταφοράς τεχνογνωσίας εγχωρίως.
ΠΟΙΟΤΗΤΑ
Συγχρόνως, θετικά για τον κλάδο μπορεί να συμβάλλουν η αύξηση του ελέγχου των προδιαγραφών ποιότητας κυρίως των εισαγόμενων προϊόντων από τρίτες χώρες, ο αποτελεσματικός περιορισμός του παρεμπορίου μέσω αυστηρών ελέγχων από την Ελληνική Πολιτεία και η άμβλυνση των προβλημάτων της γραφειοκρατίας, η οποία δημιουργεί επιπλέον διοικητικά βάρη στις επιχειρήσεις και επιδεινώνει την ήδη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της χώρας. Σκόπιμη κρίνεται και η δημιουργία «κέντρων δημιουργικότητας», τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν πόλους έλξης για τους ενδιαφερόμενους για τον κλάδο, με τη δημιουργία οριζόντιων και κάθετων δομών ώστε να αναδειχθούν καινοτόμες και διεθνώς ανταγωνιστικές προτάσεις. Ταυτόχρονα, οι εκπαιδευτικές δομές και πολιτικές κατάρτισης θα πρέπει να συνάδουν με τις εξελίξεις στον κλάδο, προκειμένου να προσελκύεται το κατάλληλα εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό.
AΡΣΗ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ
Τέλος, σύμφωνα και με προτάσεις από επιχειρηματικούς φορείς του κλάδου, απαιτείται άρση των περιορισμών στη χρηματοδότηση που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις του κλάδου, π.χ. μέσω της βελτίωσης των όρων εγγυήσεων δανεισμού (π.χ. στις επιδοτήσεις επιτοκίου μέσω του ΕΤΕΑΝ), ενίσχυσης των υποστηρικτικών κλαδικών δομών και στήριξης μέσω προγραμμάτων παροχής οικονομικών ενισχύσεων (όπως το Πρόγραμμα «Ένδυση και Υπόδηση – Νέες Προοπτικές» του ΕΣΠΑ) με κατανομή της χρηματοδότησης ανάλογα με τις οικονομικές ανάγκες της κάθε επιχείρησης.
ΔΕΡΜΑΤΑ-ΥΠΟΔΗΣΗ
Σε περαιτέρω συρρίκνωση, αν και με επιβραδυνόμενο ρυθμό, οδηγείται εφέτος, σύμφωνα με στοιχεία που αφορούν το πρώτο πεντάμηνο, η παραγωγή προϊόντων δέρματος και υποδημάτων, που καταβαραθρώθηκε το 2010. Ο κλάδος, ο οποίος το περασμένο έτος παρουσίασε επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών του, παρουσιάζει μείωση του όγκου της παραγωγής του κατά 13,8% το πρώτο πεντάμηνο του 2011. Η πτώση της παραγωγής του το τρέχον έτος είναι μικρότερη, πάντως, από εκείνη που είχε καταγραφεί το πρώτο πεντάμηνο του 2010 (-32,6%). Το προηγούμενο έτος είχε σημειωθεί πτώση της παραγωγής του κατά 36,7%, σε σχέση με το 2009. Ειδικότερα τον περασμένο Μάιο, ο όγκος της παραγωγής του μειώθηκε κατά 2,7% και βρέθηκε σε επίπεδα τα οποία είναι κατά 52% χαμηλότερα από τα αντίστοιχα του έτους 2005.
Αυτά προκύπτουν από στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και την επεξεργασία των ισολογισμών των 12 μεγαλύτερων επιχειρήσεων παραγωγής/επεξεργασίας δέρματος και κατασκευής υποδημάτων με πωλήσεις άνω των τριών εκατομμυρίων ευρώ και συνολικές πωλήσεις 87,7 εκατ. ευρώ, οι οποίες γνωστοποίησαν τα οικονομικά τους αποτελέσματα του προηγούμενου έτους ως τις 5 Αυγούστου 2011. Το καθαρό αποτέλεσμα αυτών των επιχειρήσεων ήταν ζημιά 1,6 εκατ. ευρώ έναντι οριακών κερδών, που είχαν παρουσιάσει οι ίδιες αυτές επιχειρήσεις το 2009.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ
Στον υποκλάδο του δέρματος σημειώθηκε αύξηση πωλήσεων και μείωση ζημιών (κατά 62%), λόγω αυξημένων εσόδων και περιθωρίων κέρδους των εταιρειών που ασχολούνται με τον εξαγωγικό τομέα της γούνας. Στον υποκλάδο της υπόδησης κατεγράφησαν μείωση πωλήσεων (κατά 18%) και ζημιές ύψους 1,2 εκατ. ευρώ έναντι κερδών 2,4 εκατ. ευρώ το 2009. Το μεικτό περιθώριο συρρικνώθηκε κατά 4,3 εκατοστιαίες μονάδες (από το 30,7% στο 26,4%).
Σύμφωνα με στελέχη επιχειρήσεων του κλάδου, οι αρνητικές τάσεις που επικρατούν στην παραγωγή της ελληνικής βιομηχανίας προϊόντων δέρματος και υποδημάτων αντανακλούν τη μείωση της εγχώριας ζήτησης, την υψηλή εισαγωγική διείσδυση και την εξασθένηση της ανταγωνιστικότητας των παραγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου. Επί συνόλου πέντε κατηγοριών προϊόντων του κλάδου, όπως αυτές προσδιορίζονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, άνοδο του όγκου παραγωγής το 2010, σε σύγκριση με το 2009, παρουσίασε μόνο μία (20%), σε αντίθεση με τις άλλες τέσσερις (80%), οι οποίες εμφάνισαν πτώση.
ΜΕΓΕΘΗ
Όπως προκύπτει από επεξεργασία των σχετικών στοιχείων, το 2010 αυξήθηκε η παραγωγή αποτριχωμένων δερμάτων προβατοειδών κατά 21,15%. Συγχρόνως, όμως, μειώθηκε η παραγωγή αποτριχωμένων δερμάτων βοοειδών κατά 57,6% και η παραγωγή αποτριχωμένων δερμάτων αιγοειδών κατά 95,5%. Επίσης, την ίδια περίοδο μειώθηκε η παραγωγή υποδημάτων με εξωτερικές σόλες και μέρη από ελαστικό ή πλαστικό, εκτός των αδιάβροχων και αθλητικών υποδημάτων, κατά 42,9%, ενώ η παραγωγή υποδημάτων με μέρη από δέρμα, εκτός των αθλητικών υποδημάτων, που φέρουν προστατευτικό κάλυμμα από μέταλλο, συμπεριλαμβανομένων διαφόρων ειδικών υποδημάτων, μειώθηκε κατά 38,9%. Τα συνολικά έσοδα των επιχειρήσεων του κλάδου, ανεξαρτήτως μεγέθους, εκτιμάται ότι μειώθηκαν το περασμένο έτος κατά 32,7%, έναντι μείωσης 13,8% που είχε σημειωθεί το 2009. Η παραγωγή του κλάδου δερμάτων και υποδημάτων αντιστοιχούσε κατά την ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα με έρευνα που είχε διεξαχθεί το 2005, μόλις στο 0,6% της συνολικής παραγωγής της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας. Στο μεσοδιάστημα η παραγωγή των προϊόντων αυτών στη χώρα μας μειώθηκε κατά περίπου 50%. Η εξέλιξη του κύκλου εργασιών του κλάδου το 2011 ανά μήνα, σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του 2010, έχει ως εξής: -35,1% τον Ιανουάριο (-15,9% τον Ιανουάριο του 2010), -48,1% τον Φεβρουάριο (-19,9%), -15,6% τον Μάρτιο (-10,1%), -10,8% τον Απρίλιο (-33,4%) και +8,6% τον Μάιο (-39,6%).