Κατηγορηματικά αντίθετος στο ενδεχόμενο «επιλεκτικής χρεοκοπίας» της Ελλάδας δήλωσε ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ, κατά τη διάρκεια της μηνιαίας συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε μετά τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Παράλληλα, επιτέθηκε στους οίκους αξιολόγησης, προσφέροντας στήριξη στην Πορτογαλία, το τελευταίο «θύμα τους». Λίγο νωρίτερα, η ΕΚΤ επιβεβαίωσε τις προβλέψεις και προχώρησε στην αύξηση του βασικού επιτοκίου του ευρώ κατά 25 μονάδες βάσης, στο 1,5%. "Η θέση μας δεν έχει αλλάξει: Όχι σε επιλεκτική χρεοκοπία, όχι σε πιστωτικό γεγονός", δήλωσε ο κεντρικός τραπεζίτης για την Ελλάδα. Επέμεινε ότι η συμμετοχή των ιδιωτών στο νέο πακέτο χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να γίνει σε αυστηρά εθελοντική βάση. Υπογράμμισε ότι είναι ευθύνη των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να συζητήσουν με τους ιδιώτες επενδυτές για τους όρους συμμετοχής τους στο πρόγραμμα.
Ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ προστέθηκε στον κατάλογο των Ευρωπαίων αξιωματούχων που ασκούν κριτική στους οίκους αξιολόγησης, χαρακτηρίζοντας ανεπιθύμητη την "ολιγοπωλιακή δομή" τους. Αποδοκίμασε την απόφαση της Moody's να υποβαθμίσει τα ποροτογαλικά ομόλογα και ανακοίνωσε ότι η ΕΚΤ αναστέλει το κατώτατο όριο αξιολόγησης, προκειμένου να συνεχίσει να τα δέχεται ως ενέχυρο.
ΣΤΟ 1,5% ΤΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ
Η απόφαση για την άνοδο του επιτοκίου είχε προεξοφληθεί από τις αγορές, δεδομένου ότι ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη παραμένει στο 2,7%, υψηλότερα από το στόχο του 2% που έχει θέσει η ΕΚΤ. H αύξηση των επιτοκίων δημιουργεί, όμως επιπρόσθετες επιβαρύνσεις στις οικονομίες που παραμένουν σε τροχιά κρίσης, όπως είναι η ελληνική, η πορτογαλική και η ιρλανδική.
Ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ υποστήριξε, πάντως, ότι η συγκράτηση του πληθωρισμού θα ωφελήσει όλα τα μέλη της ευρωζώνης. Ο κεντρικός τραπεζίτης έστειλε σήμα ότι θα ακολουθήσουν και νέες αυξήσεις του επιτοκίου, σημειώνοντας ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να παρακολουθεί στενά όλες τις εξελίξεις στο μέτωπο του πληθωρισμού. Οι αναλυτές τοποθετούν τη νέα αύξηση στο τελευταίο τρίμηνο του έτους.
H προηγούμενη αύξηση του επιτοκίου είχε γίνει τον περασμένο Απρίλιο, επίσης κατά 0,25%.