Του Γιώργου Νούλη
Αντιμέτωποι με το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών θα βρίσκονται πλέον οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις του ν. Λάρισας, καθώς οι καταθέσεις θα αποτελούν κριτήριο για τη φορολόγησή τους. Το υπ. Οικονομικών, με στόχο τη δραστική περιστολή της φοροδιαφυγής, σφίγγει κι άλλο τον κλοιό γύρω από τους επιτηδευματίες, θεσπίζοντας νέου τύπου αντικειμενικά κριτήρια υπολογισμού των εισοδημάτων τους αλλά και του οφειλόμενου ΦΠΑ κατά τη διαδικασία του φορολογικού ελέγχου, ώστε να μην δηλώνονται προκλητικά χαμηλά εισοδήματα.
Σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις πολυνομοσχεδίου αναφορικά με τα κριτήρια τα οποία ονομάζει έμμεσες τεχνικές ελέγχου και τα οποία θα ισχύσουν αναδρομικά από την 1η Ιανουαρίου 2012, ο τζίρος και κατά συνέπεια ο φόρος που θα πρέπει να καταβληθεί, θα προσδιορίζεται με την εφαρμογή μιας ή περισσοτέρων από τα πέντε κάτωθι κριτήρια:
α) της αρχής των αναλογιών
β) της ανάλυσης ρευστότητας του φορολογουμένου
γ) της καθαρής θέσης του φορολογουμένου
δ) της σχέσης της τιμής πώλησης προς το συνολικό όγκο κύκλου εργασιών και
5) το ύψος των τραπεζικών καταθέσεων και των δαπανών σε μετρητά.
Να σημειώσουμε πως έως τώρα οι περισσότερες επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες χρησιμοποιούσαν την «αυτοπεραίωση» για να απαλλαγούν από τον φορολογικό έλεγχο, ενώ η ΓΓΠΣ διενεργούσε μόνο δειγματοληπτικούς ελέγχους προκειμένου να διαπιστώσει την ειλικρίνεια των δηλωθέντων στοιχείων.
Να θυμίσουμε εξάλλου πως σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων για τα εισοδήματα του 2009 που δηλώθηκαν το 2010. οι ελεύθεροι επαγγελματίες το 2010 δήλωσαν το 16,79% του συνολικού εισοδήματος, ενώ το 2009 είχαν δηλώσει το 17,25%.
Παράλληλα, το 2010 οι ελεύθεροι επαγγελματίες κατέβαλαν φόρο 15,79% του συνολικού φόρου που καταβλήθηκε έναντι 16,62% που είχαν καταβάλει το 2009. Στον αντίποδα, το 2010 οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι δήλωσαν εισόδημα που αντιστοιχεί στο 70,18% του συνολικού εισοδήματος. Το ποσοστό αυτό ήταν 68,23% το 2009. Ο φόρος που κατέβαλαν στην εφορία για τα εισοδήματα που δήλωσαν το 2010 αντιστοιχεί στο 55,54% του φόρου που κατέβαλαν όλοι οι φορολογούμενοι και ήταν αυξημένος σε σχέση με το 2009, όποτε το ποσοστό αυτό ήταν 52,59%.
Είναι προφανές λοιπόν ότι το υπουργείο Οικονομικών βλέποντας τα στατιστικά στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων των επαγγελματιών να εμφανίζουν εισοδήματα «πείνας» με τα νέα κριτήρια ελέγχου δημιουργεί εμμέσως πίεση στους επαγγελματίες, ώστε να δηλώνουν τα πραγματικά.
Όπως επισημαίνεται μάλιστα στο πολυνομοσχέδιο ο έλέγχος των επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών θα μπορεί να γίνεται χρησιμοποιώντας ήδη διαπιστωμένες παραβάσεις, στοιχεία, πληροφορίες από την υπηρεσία και τρίτους. Επίσης, θα αξιοποιούνται και στατιστικά δεδομένα πωλήσεων - εκροών σε συνδυασμό με παρεμφερή στοιχεία που υπάρχουν από ομοειδείς επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο αυτών των ελέγχων οι φοροελεγκτές θα μπορούν να αξιοποιήσουν και άλλα στοιχεία, όπως το ύψος των τραπεζικών καταθέσεων και οι δαπάνες που έχουν πραγματοποιήσει οι επιτηδευματίες σε μετρητά, έτσι ώστε να προσδιορίζονται με μεγαλύτερη ακρίβεια τα ακαθάριστα έσοδα, οι εκροές του επιτηδευματία, τα φορολογητέα κέρδη και ο οφειλόμενος ΦΠΑ. Από τη στιγμή που οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών έχουν προχωρήσει σε ελέγχους, χρησιμοποιώντας τα παραπάνω εργαλεία, τότε ο έφορος οφείλει να καλέσει τον φορολογούμενο σε ακρόαση πριν προσδιορίσει τον φόρο που αναλογεί. Τα εισοδήματα των ελεύθερων επαγγελματιών θα προσδιορίζονται αυτόματα με την εφαρμογή ενός αλγόριθμου, ο οποίος θα κοινοποιηθεί με την έκδοση σχετικής υπουργικής απόφασης.
Σε κάθε περίπτωση, από τα κριτήρια θα επιβαρυνθούν πολλοί ελεύθεροι επαγγελματίες, ενώ το ίδιο αναμένεται να συμβεί και σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες ενώ έχουν τζίρο τα κέρδη τους είναι πενιχρά χρησιμοποιώντας διάφορα λογιστικά τρυκ. Το βέβαιο λοιπόν είναι ότι το πλέγμα των νέων κριτηρίων θα αυξήσει δραστικά το φορολογητέο εισόδημα των ελεύθερων επαγγελματιών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα κρύβει και πολλές αδικίες, όπως επισημαίνουν οι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου, καθώς το ελάχιστο εισόδημα που θα προκύπτει από τα κριτήρια ενδέχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις τουλάχιστον, να είναι υψηλότερο από το πραγματικό, ενώ πολύ πιθανό να οδηγήσει στην κατάργηση του αφορολογήτου των ελεύθερων επαγγελματιών!