«Επί του παρόντος, δεν εξετάζεται θέμα επιβολής Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο κρασί» αναφέρει ο υφυπουργός Οικονομικών Γιώργος Μαυραγάνης, σε έγγραφό του που διαβιβάστηκε στη Βουλή σε απάντηση σχετικής ερώτησης του ανεξάρτητου βουλευτή Γιάννη Μιχελογιαννάκη.
Ο βουλευτής έχει επισημάνει ότι οι πωλήσεις οίνων στην Ελλάδα έχουν μειωθεί δραματικά και ότι η παραγωγή οίνου συνδέεται με 200.000 οικογένειες αμπελουργών, οι οποίοι εισκομίζουν τα σταφύλια τους στα ελληνικά οινοποιεία.
Στην ερώτηση, επισημαίνεται επίσης ότι το ελληνικό κρασί δέχθηκε το 1992 ισχυρότατο πλήγμα, λόγω της μετάταξής του από τον χαμηλό συντελεστή ΦΠΑ (8%) στον κανονικό (18%).
Ο υφυπουργός Οικονομικών, στην απάντησή του, θυμίζει ότι, σύμφωνα με τον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα, ο συντελεστής Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης που επιβάλλεται στο κρασί είναι 0%.
Ωστόσο, σύμφωνα με κοινοτικές οδηγίες, παρέχεται η δυνατότητα επιβολής υψηλότερου συντελεστή ΕΦΚ σε αυτή την κατηγορία προϊόντων, πέραν του ελάχιστου κοινοτικού που εφαρμόζεται στη χώρα μας. Σημειώνει, επίσης, ότι 12 κράτη-μέλη της ΕΕ από τα «27», επιβάλλουν υψηλότερο συντελεστή ΕΦΚ στο κρασί και 17 κράτη πράττουν το ίδιο στον αφρώδη οίνο.
Ο κ. Μαυραγάνης διευκρινίζει, εξάλλου, ότι για ορισμένα οινικά προϊόντα, τα οποία υπάγονται στην κατηγορία των ενδιάμεσων προϊόντων, ο συντελεστής Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης ορίζεται σε 102 ευρώ ανά εκατόλιτρο τελικού προϊόντος, με εξαίρεση ορισμένα κρασιά-λικέρ Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (όπως Μαυροδάφνη κ.ά.) για τα οποία ο συντελεστής ορίζεται σε 51 ευρώ ανά εκατόλιτρο τελικού προϊόντος.
Διευκρινίζεται, επίσης, ότι σε αυτή την κατηγορία προϊόντων επιβάλλεται από τις κοινοτικές οδηγίες ελάχιστος κοινοτικός συντελεστής ΕΦΚ, ο οποίος ανέρχεται σε 45 ευρώ ανά εκατόλιτρο τελικού προϊόντος. Ωστόσο, η φορολογία των ενδιάμεσων προϊόντων στη χώρα μας παραμένει χαμηλή, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους συντελεστές που εφαρμόζονται σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ.