Τον Απρίλιο του 1994, ο Γιάννης Μαρίνος έγραφε: «Όταν η Ελλάς φθάσει στα πρόθυρα της πτώχευσης, το πρώτο που θα αντιμετωπίσει θα είναι η διακοπή του δανεισμού της από κάθε ξένη τράπεζα. (…) Μέσα σε μια μέρα μπορούμε με την παύση πληρωμών να καταντήσουμε χειρότερα από την Αλβανία ή την Κούβα. Και τότε, μία λύση μόνο απομένει: να προσφύγουμε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Και αυτό, για να συγκατανεύσει, θα ζητήσει εύλογα να δέσουμε το ζωνάρι μας. (…) Και τότε θα καταλάβουμε αυτό που ανευθύνως σήμερα λέμε… αποφασίζουν για μας τα ξένα κέντρα λήψης αποφάσεων και τότε θα καταλάβουμε τι θα πει λιτότητα»…
Ένα από τα πιο «προφητικά» του άρθρα γράφτηκε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1966 στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» όπου χτυπούσε το καμπανάκι για τον αλόγιστο δανεισμό: «Δανειζόμεθα από το εξωτερικόν δια να εξοφλούμεν χρέη μας προς το εξωτερικόν. Η Ελλάς έφθασεν εις αδιέξοδον με τον συνεχή δανεισμόν και με την μη παραγωγικήν αξιοποίησίν του».
Μια επιλογή από την αρθρογραφία του μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο με τίτλο «Ας προσέχαμε…», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήση. Μέσα σε 255 σελίδες, ο επί 33 χρόνια διευθυντής του περιοδικού «Οικονομικός Ταχυδρόμος», πρώην ευρωβουλευτής της ΝΔ και δεινός αρθρογράφος παρουσιάζει μία επιλογή από την αρθρογραφία του στο «Βήμα» και το εβδομαδιαίο περιοδικό, «περιγράφοντας» τα όσα σήμερα ζούμε.
Το άρθρο για τον αλόγιστο δανεισμό –σύμφωνα με τον ίδιο- προέκυψε από την πολιτική παροχών που εγκαινίασε η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου υπό τον αείμνηστο Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος εν μια νυκτί διπλασίασε τους μισθούς των δικαστικών, παρά τη διαφωνία του Κώστα Μητσοτάκη, υπεύθυνου για τον οικονομικό τομέα της κυβέρνησης. «Επακολούθησε χειρότερη εξέλιξη -συνεχίζει ο αρθρογράφος- όταν στην δεκαετία του 1980 με πρωθυπουργό τον αείμνηστο Ανδρέα Παπανδρέου φορτωθήκαμε δάνεια, όπως και από άφρονες κυβερνήσεις, της Νέας Δημοκρατίας, του Συνασπισμού. «Και εμείς ψηφίζαμε ενθουσιωδώς, καταναλώνοντας ασυγκράτητα, αφήνοντας απερισκέπτως στα παιδιά μας να πληρώσουν τον λογαριασμό».
Τα κείμενα του τόμου εμφανίζονται υπό μορφή επιστολών οι οποίες απευθύνονταν από κάποιον εργαζόμενο επαρχιώτη νέο προς τον ίδιο τον αρθρογράφο, που τις φιλοξενούσε στην κυριακάτικη στήλη του στην εφημερίδα, προσυπογράφοντάς τις για το γνήσιο της υπογραφής. («‘Ενας Εργαζόμενος Νέος - Και για την αντιγραφή Γιάννης Μαρίνος»). Σήμερα εξηγεί ότι υπέγραφε έτσι γιατί γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου μακριά, δηλαδή, από τα κέντρα εξουσίας των Αθηνών, διότι υπήρξε σκληρά εργαζόμενος από τα 12 χρόνια του και συνεχίζει μέχρι τώρα και διότι αισθάνεται νέος μολονότι τον βαρύνουν οκτώ δεκαετίες.
Όπως αναφέρει στην εισαγωγή, αν και δεν ήταν στις προθέσεις του, η στήλη εξελίχθηκε σε βήμα αυστηρής κριτικής της δημοσιογραφικής συντεχνίας: «Καθώς υποδυόμουν τον ρόλο ενός επαρχιώτη, μου συνέβη ό,τι υποθέτω συμβαίνει και στους καλούς ηθοποιούς. Έμπαινα στη θέση του επιστολογράφου και έτσι, απεκδυόμενος της ιδιότητας του δημοσιογράφου, εύρισκα την ευκαιρία να κάνω κριτική και στον εαυτό μου ως μέλος της συντεχνίας και συνεπώς σε όσους προδίδουν την δημοσιογραφική αποστολή».
Ο αρθρογράφος δεν επικαλείται πανεπιστημιακές περγαμηνές και μεταπτυχιακά, διατριβές κλπ, αλλά μόνο τον… κοινό νου! «Ο κοινός νους από τον οποίο επήγασαν τα κείμενα απορριπτόταν από τους βολεμένους και από τους προσδοκώντας να απολαύσουν την ευημερία που εξασφάλιζαν οι δωρεάν επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο ασύνετος δανεισμός κράτους και ιδιωτών, το βόλεμα σε κάποια θέση στο δημόσιο, παράλληλα με τα οφέλη που εξασφάλιζε η ατιμωρησία».
Το βιβλίο έχει ως επίμετρο τα λόγια του Καβάφη: «Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης/ Αυτή η μοιραία πόλις, η Αντιόχεια/ όλα τα χρήματα μου τα ΄φαγε/ αυτή η μοιραία με το δαπανηρό της βίο».