«Τα φρούτα και λαχανικά που παράγονται στην ΕΕ, αλλά και στην Ελλάδα ειδικότερα, είναι από τα ασφαλέστερα», σημειώνει σε δήλωσή του ο ειδικός Σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών Incofruit-Hellas, Γ.Πολυχρονάκης, με αφορμή δημοσιεύματα στην Ευρώπη σχετικά με την έρευνα του ελληνικού γραφείου της Greenpeace.
Ο κ. Πολυχρονάκης σημειώνει ότι «εκτιμούμε πως τα ευρήματα δεν αιτιολογούν τους πηχυαίους τίτλους, και γίνεται εκμετάλλευση της άγνοιας του κοινού. Έννοιες όπως τα MRLs, τα απαγορευμένα φυτοφάρμακα και οι τοξικολογικές ιδιότητες των χημικών, επισείονται ως κρυμμένοι κίνδυνοι. Αν όμως διαβάσει κανείς πολύ προσεκτικά ένα προς ένα όσα ανακοινώθηκαν, αυτά συνηγορούν (εκτός ενός δείγματος πατάτας) στο ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, και ότι οι έλεγχοι που γίνονται είναι αποτελεσματικοί. Η παρουσίασή τους όμως έγινε με παραλείψεις και αποσιωπήσεις, ώστε να δημιουργηθεί ακριβώς η αντίθετη εντύπωση, με ζημιά των γεωργών μας. Με βάση τα αποτελέσματα που η ίδια η Greenpeace δημοσιεύει στην εν λόγω «έρευνα» του ελληνικού γραφείου της, αναφέρεται ότι σε 24 δείγματα που εξετάστηκαν μόνον ένα βρέθηκε να περιέχει φυτοφάρμακα σε συγκέντρωση ανώτερη των ανώτατων επιτρεπτών ορίων".
Ο κ. Πολυχρονάκης υπογραμμίζει ότι η ζημιά που μπορεί να προκληθεί στις διεθνείς αγορές για τα ελληνικά προϊόντα είναι ανυπολόγιστες σε μια περίοδο μάλιστα που με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ οι εξαγωγές οπωροκηπευτικών παρουσιάζουν αύξηση 22% κατ΄ όγκο και 26,2% κατ΄ αξία το πρώτο δίμηνο του 2013 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2012 . «Τέτοια δημοσιεύματα σε συνδυασμό με τα γεγονότα για τις φράουλες, τα οποία πιστεύουμε ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες θα μπορούσαν με τους κατάλληλους ελέγχους να είχαν αποτρέψει, εκ του μη όντος δημιουργούν κινδύνους στην ομαλή εξέλιξη των εξαγωγών μας». «Πρέπει να θωρακίσουμε τη φήμη των ελληνικών προϊόντων και στην εσωτερική αγορά με την πλήρη εφαρμογή της τυποποίησης, ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος της ποιότητας και της υγιεινής κατάστασής τους για την προστασία της υγείας και της τσέπης του Έλληνα καταναλωτή αλλά και του εισοδήματος των παραγωγών» σημείωνει ο Γ. Πολυχρονάκης.