Μια από τις πασχαλινές συνήθειες των στατιστικολόγων είναι η σύγκριση των τιμών. Κατά πόσο δηλαδή φθηνότερο ή ακριβότερο ήταν το πασχαλινό τραπέζι των Ελλήνων, σε σχέση με προηγούμενες χρονιές. Με βάση τιμοληψίες συγκεκριμένων ειδών που καταναλώνουμε τις ημέρες αυτές και ειδικά την Κυριακή του Πάσχα, μπορούν να γίνουν συγκρίσεις και να εξαχθούν συμπεράσματα.
Βεβαίως κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει κατά πόσο φτωχότερο ήταν το φετινό τραπέζι ή πόσοι από μας μετείχαν σ΄ αυτό. Σύμφωνα πάντως με τα στοιχεία που συγκέντρωσε η Εθνική Συνομοσπονδία Ελληνικού Εμπορίου, από τιμοληψίες που έκανε, το μέσο κόστος του φετινού πασχαλινού τραπεζιού, υπολογίστηκε περίπου στα 99 ευρώ (98,95) για μία πενταμελή οικογένεια, μειωμένο κατά 3,35% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο (σ.σ.: το αντίστοιχο κόστος του ανερχόταν στα 102 ευρώ, 102,38).
ΤΙΜΕΣ ΚΑΙ ΜΙΣΘΟΙ
Την ίδια ώρα, μια άλλη έρευνα, αυτή τη φορά του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, διαπιστώνει ότι μισθωτοί και συνταξιούχοι, από το 2010 οπότε εφαρμόστηκαν οι περικοπές των μνημονίων μέχρι το τέλος του 2013, θα έχουν χάσει το 50% του εισοδήματός τους. Ακόμη, στο τέλος του 2012 περίπου 3.900.000 άνθρωποι ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας από 2.200.000 το 2009.
Κι όλα αυτά συμβαίνουν όταν, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ, οι Έλληνες εργάζονται κάθε χρόνο 160 ώρες περισσότερο σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ των 15 και 60 ώρες περισσότερο σε σύγκριση με την Ε.Ε. των 27!
Ενώ λοιπόν έχει συντελεστεί σε μεγάλο βαθμό μια άνευ προηγουμένου υποτίμηση εισοδημάτων, η αντίστοιχη μείωση των τιμών προϊόντων και ειδικά του διατροφικού τομέα είναι περιορισμένη, σχεδόν ανεπαίσθητη.
Είναι τόσο οξύμωρο το αποτέλεσμα, που δεν δικαιολογείται ούτε από μια βασική αρχή της οικονομίας: Όσο μειώνεται η ζήτηση, τόσο πέφτουν και οι τιμές.
Ενώ δηλαδή οι πωλήσεις στο λιανεμπόριο (ακόμη και στα σούπερ μάρκετ) ακολουθούν πτωτική πορεία (σ.σ.: τον Φεβρουάριο η μείωση μετρήθηκε σε 14,4% σε ετήσια βάση), και καταστήματα κλείνουν ελλείψει αγοραστικής κίνησης, οι τιμές στα προϊόντα που πωλούν παραμένουν υψηλές!
Τι ακριβώς συμβαίνει;
Καταρχήν είναι πασιφανές ότι δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός στην αγορά. Ένα τμήμα της οποίας φαίνεται να κινείται μόνο τις περιόδους των προσφορών (ούτε καν των εκπτώσεων). Αν όμως αυτό φαίνεται να ισχύει στα είδη π.χ. ένδυσης, δεν συμβαίνει το ίδιο και στα τρόφιμα και τα είδη πρώτης ανάγκης. Ένας από τους προφανείς λόγους είναι ο εξής: ενώ μπορεί κανείς να συναντήσει πολλά είδη σε προσφορά εντός π.χ. ενός πολυκαταστήματος ή σούπερ μάρκετ, ο αριθμός των φτηνότερων ειδών δεν είναι τέτοιος ώστε να «επηρεάσει» την τιμή ολόκληρου του καλαθιού αγορών. Παρότι η αξία του μέσου καλαθιού έχει μειωθεί, αυτό δεν οφείλεται στα φθηνότερα, αλλά στα λιγότερα και απολύτως απαραίτητα είδη που διαθέτει. Οι καταναλωτές έχοντας λιγότερο διαθέσιμο εισόδημα ψωνίζουν πλέον λιγότερα, ακριβώς γιατί δεν βρίσκουν φθηνότερα.
Ουσιαστικά ένας καταναλωτής για να πετύχει πράγματι το επιθυμητό αποτέλεσμα, από άποψης τιμών, θα πρέπει, για να προμηθευτεί όλα τα είδη πρώτης ανάγκης, να «περιοδεύσει» σε πολλά σούπερ μάρκετ, αγοράζοντας από το καθένα ότι βρίσκεται σε προσφορά!
Από κει και πέρα, στην ελληνική αγορά υπάρχουν άπειροι λόγοι που συντηρούν υψηλά τις τιμές.
Μείζονος σημασίας είναι η υπερφορολόγηση για δημοσιονομικούς –όπως επικαλούνται- λόγους. Πάρτε παράδειγμα τα ακίνητα: ενώ οι τιμές των ενοικίων έχουν παντού μειωθεί, η φορολόγησή τους παραμένει υψηλή εξαιτίας της μη προσαρμογής των αντικειμενικών στις αισθητά χαμηλότερες πραγματικές αξίες της αγοράς. Το εξωφρενικό στην περίπτωση αυτή είναι ότι υπήρχε πρόβλεψη και στο Μνημόνιο για εναρμόνιση των αντικειμενικών με τις αγοραίες τιμές.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον ΦΠΑ. Στην Ελλάδα οι συντελεστές του ΦΠΑ αυξήθηκαν υπέρμετρα, συγκρινόμενοι ακόμη και με εκείνους χωρών που επίσης ακολουθούν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Παράλληλα με τους φόρους η επιχείρηση στην Ελλάδα δανείζεται –αν δανείζεται- πολύ ακριβά, μια ακόμη παράμετρος που συντηρεί την ακρίβεια.
Από τους πλέον σημαντικούς λόγους της ακρίβειας είναι επίσης το κόστος της ενέργειας. Και δεν αφορά μόνο στις επιχειρήσεις εκείνες που επηρεάζονται από τις τιμές των καυσίμων, αλλά κι εκείνες που χρησιμοποιούν ηλεκτρική ενέργεια, ακόμη και φυσικό αέριο.
ΑΙΤΙΕΣ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ
Άλλοι λόγοι που κρατούν υψηλές τις τιμές είναι:
- οι εισαγωγές μιας πλειάδας προϊόντων τα οποία δεν παράγονται στη χώρα μας και ως εκ τούτου επηρεάζονται από εξωγενείς παράγοντες. Ίσως όχι μόνο διότι ένας σημαντικός παράγων του κόστους στη χώρα μας είναι η... αήττητη γραφειοκρατία, το κόστος της οποίας υπολογίζεται ότι είναι διπλάσιο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Η τελική τιμή λοιπόν ενός εισαγόμενου προϊόντος επηρεάζεται και από το κόστος των υπηρεσιών που μεσολαβούν μέχρι τη διάθεσή του στον καταναλωτή. Βεβαίως το κόστος της γραφειοκρατίας επηρεάζει όλες τις επιχειρήσεις που συναλλάσσονται με το δημόσιο, ή μέσω του δημοσίου. Οπότε η επιβάρυνση στις τελικές τιμές αφορά και στα παραγόμενα εδώ προϊόντα.
Πρόσφατη έρευνα της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου ανέδειξε ως έναν σημαντικό παράγοντα ακρίβειας, τις ενδο-ομιλικές συναλλαγές ή «τριγωνικές» πωλήσεις, όπως αποκαλούνται. Αφορά κυρίως σε πολυεθνικές εταιρίες οι οποίες εισάγουν προϊόντα στην Ελλάδα, μέσω τρίτων χωρών όπου επίσης διαθέτουν θυγατρικές εταιρίες. Η ενδιάμεση χώρα χρησιμοποιείται για φορολογικούς λόγους, καθώς έχουν χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές. Το προϊόν, με υψηλή τιμή, φορολογείται εκεί (π.χ. Βουλγαρία) χαμηλότερα και στη συνέχεια εισάγεται στη χώρα μας.
Οι καταναλωτικές οργανώσεις έχουν θέσει στο παρελθόν το ζήτημα αυτό, ζητώντας από τις αρμόδιες αρχές να δημοσιοποιούν τις επιχειρήσεις εκείνες που ακολουθούν τέτοιες τακτικές, ώστε να προχωρούν σε μποϋκοτάζ των προϊόντων τους.
Ένας άλλος λόγος που αναφερόταν ως «πληγή» της ελληνικής οικονομίας ως προς τα υψηλά επίπεδα τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες, είναι το άνοιγμα των επαγγελμάτων. Ωστόσο δεν φαίνεται να καταγράφεται πτώση τιμών π.χ. στις μεταφορές, παρόλο το άνοιγμα του επαγγέλματος. Ο λόγος είναι διότι δεν υπάρχει ενδιαφέρον, ελλείψει ανταγωνισμού.
Υψηλά περιθώρια κέρδους, καρτέλ και ολιγοπώλια στα αγροτικά προϊόντα, αγορές τοις μετρητοίς και άλλες στρεβλώσεις της ελληνικής αγοράς, ολοκληρώνουν το παζλ της αδάμαστης ακρίβειας.
Υπάρχουν ωστόσο και υπηρεσίες και αγαθά όπου παρατηρείται πτώση τιμών. Συμβαίνει στο χώρο της εκπαίδευσης (φροντιστήρια), αλλά και στον τουριστικό τομέα, για διαφορετικούς βεβαίως λόγους. Ειδικά στην παιδεία η μείωση των εισοδημάτων περιόρισε τη δυνατότητα για «ιδιωτική εκπαίδευση», ενώ αντίστοιχα η μείωση των μαθητών δεν αντιμετωπίστηκε από τους ιδιοκτήτες των φροντιστηρίων μόνο με φθηνότερα δίδακτρα αλλά και με μείωση του λειτουργικού τους κόστους μέσω της απόλυσης εκπαιδευτικών λειτουργών ή προσθήκης περισσοτέρων ωρών εργασίας με τις ίδιες απολαβές.
Αντίστοιχα, «ευεργετικά» επέδρασε στον τομέα του τουρισμού η διάλυση των εργασιακών σχέσεων και η μείωση των μισθών ειδικευμένου ή και ανειδίκευτου προσωπικού. Έτσι οι τουριστικές επιχειρήσεις, έγιναν φθηνότερες και ως εκ τούτου φέτος αναμένεται έκρηξη αφίξεων τουριστών.
Δ. Χατζ.