Χειρότερες είναι οι συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών στην Ελλάδα σε σχέση με τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και άλλες 24 ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η χώρα μας κατατάσσεται στην 6η χειρότερη θέση, μεταξύ 30 ευρωπαϊκών κρατών, ενώ αυξάνεται απειλητικά το ποσοστό και του μη φτωχού πληθυσμού που αδυνατεί να ανταποκριθεί σε έκτακτες ή αναγκαίες δαπάνες ακόμη και της τάξης των περίπου 500 ευρώ. Ενδεικτικό της κατάστασης που διαμορφώνεται είναι ότι πάνω από ένας στους τέσσερις, στο σύνολο του πληθυσμού, δηλώνουν οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το 76,3% του φτωχού πληθυσμού και το 30,8% του μη φτωχού, δηλώνει οικονομική δυσκολία να αντιμετωπίσει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες, ύψους ακόμη και περίπου 540 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνον ο φτωχός πληθυσμός της χώρας, αλλά και μέρος του μη φτωχού πληθυσμού –περίπου ένας στους τρεις, έχει πλέον δυσκολία για μία εβδομάδα διακοπών ετησίως, για γεύμα με κρέας, κοτόπουλο ή ψάρι- ή ισοδύναμο για χορτοφάγους- κάθε δεύτερη ημέρα, για επαρκή θέρμανση της κατοικίας, για αγορές διαρκών αγαθών (όπως πλυντήριο ρούχων, έγχρωμη ΤV, τηλέφωνο, κινητό τηλέφωνο ή αυτοκίνητο), για αποπληρωμή δανείων ή αγορών με δόσεις, για πληρωμή πάγιων λογαριασμών, κ.λπ.
Σύμφωνα δε με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυριών το 2012 (εισοδήματα 2011), το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες με αποτέλεσμα να στερείται, τουλάχιστον, τέσσερις από τις εννέα, συνολικά, διαστάσεις της υλικής στέρησης, ανέρχεται σε 19,5% το 2012. Το ποσοστό αυτό ανερχόταν σε 15,2% το 2011, σε 11,6% το 2010, σε 11% το 2009 και σε 11,2% το 2008. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα βρέθηκε στην 6η χειρότερη θέση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, μετά τη Βουλγαρία (44,1%), τη Ρουμανία (29,9%), τη Λετονία (26%), την Ουγγαρία (25,7%) και τη Λιθουανία (19,8%). Στην καλύτερη θέση μεταξύ των 30 χωρών, βρίσκεται η Ελβετία (0,8%).
ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθυσμός που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες με αποτέλεσμα να στερείται, τουλάχιστον, τέσσερις από τις εννέα, συνολικά, διαστάσεις της υλικής στέρησης, είναι το 20,9% των παιδιών ηλικίας κάτω των 18 ετών, το 34,7% του πληθυσμού ηλικίας 18 έως 59 ετών που έχει ολοκληρώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, το 20,7% του πληθυσμού ηλικίας 18 έως 64 ετών, το 8,6% του πληθυσμού ηλικίας 18 έως 59 ετών που έχει ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση, το 14,3% του πληθυσμού ηλικίας 65 ετών και άνω.
Τα νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν ελλείψεις βασικών ανέσεων στην κύρια κατοικία κατατάσσονται κατά καθεστώς ιδιοκτησίας, ως εξής: το 3,6% των νοικοκυριών με ιδιόκτητη κατοικία και με οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κ.λπ.), το 6,3% των νοικοκυριών με ιδιόκτητη κατοικία χωρίς οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κ.λπ.), το 9,9% σε ενοικιασμένη κατοικία.
Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου, ανέρχεται σε 26,5% για το σύνολο του πληθυσμού, 22,7% για τον μη φτωχό πληθυσμό και 39,4% για τον φτωχό πληθυσμό.
Τα νοικοκυριά που δηλώνουν ότι επιβαρύνονται από το κόστος στέγασης, ανέρχονται σε 33,1% για το σύνολο του πληθυσμού, 15,8% για τον μη φτωχό πληθυσμό, 90,5% για τον φτωχό πληθυσμό.
Το 50,3% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού εκτιμάται σε 2,9%. Περιβαλλοντικά προβλήματα από παρακείμενη βιομηχανία ή προβλήματα από την κυκλοφορία αυτοκινήτων δηλώνει ότι αντιμετωπίζει το 26,4% του συνολικού πληθυσμού, ενώ ποσοστό 19,8% του ίδιου πληθυσμού αναφέρει ως πρόβλημα τους βανδαλισμούς και την εγκληματικότητα στην περιοχή του.
ΟΥΤΕ ΘΕΡΜΑΝΣΗ
Το ποσοστό του συνολικού πληθυσμού που δηλώνει οικονομική αδυναμία να έχει ικανοποιητική θέρμανση ανέρχεται σε 26,7% το 2012 (από 16,4% το 2008), ενώ αντίστοιχα για τον φτωχό πληθυσμό είναι 47,6% το 2012 (από 33% το 2008) και για τον μη φτωχό πληθυσμό 20,8% το 2012 (από 12,1% το 2008). Το 35,7% του μη φτωχού πληθυσμού δηλώνει ότι επιβαρύνεται πάρα πολύ από τις συνολικές δαπάνες στέγασης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τον φτωχό πληθυσμό εκτιμάται σε 62,6%.
ΔΑΠΑΝΕΣ
Το 40,3% του πληθυσμού που έχει λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων. Το 51,1% του φτωχού πληθυσμού δηλώνει δυσκολία στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών εγκαίρως, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ. Το 55,5% του φτωχού πληθυσμού αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του. Το ελάχιστο μέσο καθαρό μηνιαίο εισόδημα για την αντιμετώπιση των αναγκών των νοικοκυριών της χώρας ανέρχεται, κατά δήλωσή τους, σε 1.940 ευρώ. Τα φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 1.677 ευρώ, ενώ τα μη φτωχά νοικοκυριά 2.014 ευρώ. Το 21% του φτωχού πληθυσμού, το 9,8% του μη φτωχού πληθυσμού και το 12,3% του συνολικού πληθυσμού δεν διαθέτουν ένα τουλάχιστον ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο, ενώ το 16% των φτωχών νοικοκυριών, το 7,5% των μη φτωχών και το 9,4% του συνόλου των νοικοκυριών δεν διαθέτουν προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή, αν και τον χρειάζονται, λόγω οικονομικής αδυναμίας. Χειρότερες, τέλος, είναι οι καταστάσεις για τις γυναίκες (16,3% ηλικίας 65 ετών και άνω), σε σύγκριση με τους άνδρες (11,8% ηλικίας 65 ετών και άνω).