Για προώθηση σχεδιασμού χρηματοοικονομικών τεχνικών που θα καταστήσουν εφικτή την επιστροφή της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου μέσω προσφυγής σε νέο δανεισμό, μεσοπρόθεσμης διάρκειας, κατά το 2ο εξάμηνο του 2014, έκανε λόγο ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, στην ομιλία του στο στο 24ο Ετήσιο Συνέδριο του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου.
Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε, μεταξύ άλλων, στην ομιλία του ο κ.Σταϊκούρας, από την κρίση δανεισμού, την προσφυγή της χώρας στο Μηχανισμό Στήριξης και την εφαρμογή ενός «ασφυκτικού» Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής από το 2010, «η χώρα έχει βρεθεί σε μία επώδυνη δοκιμασία βαθιάς και παρατεταμένης ύφεσης και πρωτοφανούς ανεργίας. Πρόκειται για μία τριετία, κατά την οποία οι πολίτες κατέβαλαν τεράστιες θυσίες, τόσο σε όρους δημοσιονομικού εγχειρήματος όσο και σε όρους βιοτικού επιπέδου. Σήμερα, μετά την τροποποίηση πριν από 1 χρόνο, στο μέτρο του εφικτού, της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι θυσίες αρχίζουν να πιάνουν τόπο».
Με βάση τα όσα υπογράμμισε ο αναπληρωτής υπουργός, εκτιμάται ότι εφέτος, σε όρους προγράμματος, θα καταγραφεί πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 812 εκατ. ευρώ, ενώ ο στόχος του προγράμματος είναι για μηδενικό πρωτογενές πλεόνασμα. Η εκτίμηση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη τη θετική επίδραση της αναδρομικής μείωσης του επιτοκίου σε χορηγούμενα από τους εταίρους δάνεια, καθώς και της μεταφοράς των αποδόσεων από τη διακράτηση ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στα χαρτοφυλάκια των Κεντρικών Τραπεζών του Ευρωσυστήματος και των ποσών που αντιστοιχούν στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Με αυτά, σύμφωνα με τη μεθοδολογία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών, εξαιρώντας την εφάπαξ επίπτωση της στήριξης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, το πρωτογενές πλεόνασμα εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί, εφέτος, στα 3,9 δισ. ευρώ. Το εν λόγω πλεόνασμα, εάν εξαιρεθεί η επίδραση της ύφεσης και άλλων συγκυριακών παραγόντων, εκτιμάται ότι θα είναι το υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.
Οι πολιτικές που εφαρμόζονται, σύμφωνα με τον κ.Σταϊκούρα, εξασφαλίζουν ότι η Ελλάδα, το 2014, μετά από 6 έτη, θα εξέλθει από την παρατεταμένη ύφεση και το δημοσιονομικό έλλειμμα θα διαμορφωθεί κάτω από το 3% του ΑΕΠ, ενώ στο επίκεντρο αυτών των πολιτικών βρίσκεται μια ευρύτερη στρατηγική που θα έχει ως στόχο την επίτευξη διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων, τη βιώσιμη ανάπτυξη, την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, την ενίσχυση της απασχόλησης, τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.
Η στρατηγική αυτή εδράζεται στην ένταξη του «αφανούς» τμήματος της οικονομίας στο «εμφανές» πεδίο της και στη φορολόγησή του, με την προσπάθεια να πρέπει να εστιαστεί, όπως άλλωστε και γίνεται, στο χτύπημα της παραοικονομίας, στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και στην καταπολέμηση της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής –«όσο περισσότερο προσεγγίζουμε αυτό το στόχο τόσο διευρύνεται η ευχέρεια για ελάφρυνση των συνεπών φορολογούμενων», είπε ο κ.Σταϊκούρας. Ο ίδιος ανέφερε ότι εκτιμάται πως θετικές επιδράσεις στην πραγματική οικονομία θα έχουν η υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων από πόρους του ΕΣΠΑ και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, η ολοκλήρωση της προγραμματισμένης διαδικασίας αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, η υλοποίηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων και αξιοποίησης της περιουσίας του Δημοσίου, η ενδυνάμωση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης και αναδιάρθρωσης του τραπεζικού συστήματος. «Η χώρα οφείλει να «φρενάρει» ριζικά την αυξητική δυναμική και να αντιστρέψει την τάση, τόσο σε απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτό θα υλοποιηθεί αφενός με την επίτευξη διατηρήσιμων, βιώσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων και την ισχυροποίηση των αναπτυξιακών εργαλείων και, αφετέρου, με την αρωγή των εταίρων για την ελάφρυνσή του», κατέληξε ο αναπληρωτής υπουργός.