της Μαρίας Μίχου
michou@eleftheria.gr
Σειρά άμεσων παρεμβάσεων, αλλά και συστάσεις για περαιτέρω διερεύνηση των πιθανών επιπτώσεων από την άρση περιορισμών περιλαμβάνει η έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, που δόθηκε στη δημοσιότητα πριν από μερικές ημέρες. Υπενθυμίζεται ότι για την έκθεση, το ελληνικό δημόσιο πλήρωσε περίπου 900.000 ευρώ και έλαβε, σε αντάλλαγμα, την αναγνώριση 555 ρυθμιστικών «εμποδίων», σε τέσσερις τομείς: τρόφιμα, λιανικό εμπόριο, δομικά υλικά και τουρισμό. Η έκθεση προτείνει παρεμβάσεις σε 329 σημεία, ενώ εντοπίστηκαν και 40 σημεία γραφειοκρατικής επιβάρυνσης για τις επιχειρήσεις.
Οι κύριες επισημάνσεις του ΟΟΣΑ χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες: σε αυτές για άμεση άρση απαρχαιωμένων νομοθετημάτων, με στόχο την «εκκαθάριση» του νομικού πλαισίου από διφορούμενες διατάξεις και σε εκείνες για τις οποίες έχει διερευνηθεί και το πιθανό αποτέλεσμα προς όφελος είτε των πολιτών, είτε των επιχειρήσεων.
Η «Ε» παρουσιάζει αναλυτικά τις διαπιστώσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις που προτείνονται σε συγκεκριμένους υποκλάδους, όπως το γάλα, το ψωμί, η κυριακάτικη λειτουργία των καταστημάτων, τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα, κ.ά. Υπενθυμίζεται ότι ο υπουργός Ανάπτυξης, Κωστής Χατζηδάκης, ανέφερε σε συνέντευξη Τύπου με αφορμή την παρουσίαση της έκθεσης ότι σκοπός της κυβέρνησης είναι να νομοθετήσει, στη βάση των ευρημάτων της έκθεσης, μέσα στο επόμενο δίμηνο. Η έρευνα υποστηρίζει ότι με την άρση των εμποδίων που έχουν εντοπιστεί θα υπάρξει ένα οικονομικό όφελος της τάξης των περίπου 5,2 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Ο λόγος επιλογής αυτών των τεσσάρων τομέων, τρόφιμα-λιανικό εμπόριο-δομικά υλικά-τουρισμός, είναι ότι συγκροτούν το 21% του εθνικού ΑΕΠ (στοιχεία 2011), με έναν ετήσιο τζίρο της τάξης των –περίπου- 44,26 δισ. ευρώ. Παράλληλα, οι τέσσερις αυτοί τομείς συνεισφέρουν με 24,8% στην απασχόληση (1.103.500 θέσεις εργασίας, πάντα στοιχεία του 2011).
Τα βασικά σημεία-κλειδιά στις προτεινόμενες παρεμβάσεις είναι η απαλοιφή απαρχαιωμένων και παρωχημένων διατάξεων, ιδίως από τον Κώδικα Τροφίμων και Ποτών, η απαλοιφή περιορισμών στην έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας (όπως, λ.χ. τα προαπαιτούμενα εγκαταστάσεων αποθήκευσης τσιμέντου), η απαλοιφή όλων των διατάξεων που επιβάλλουν την έγκριση τιμοκαταλόγων τουριστικών καταλυμάτων από αρχές και φορείς, την κατάργηση επιβαρύνσεων και φόρων υπέρ τρίτων (όπως, λ.χ. το αγγελιόσημο), η κατάργηση του περιορισμού του μέγιστου επιφάνειας 250 τ.μ. για την κυριακάτικη λειτουργία καταστημάτων, την κατάργηση της διάρκειας των πέντε ημερών για το «φρέσκο» γάλα και την αντικατάστασή του με ημερομηνία κατανάλωσης που θα δίνει η παραγωγός εταιρία, η κατάργηση των περιορισμών στα σημεία διάθεσης των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων και σκευασμάτων, η κατάργηση των περιορισμών στη διενέργεια εκπτώσεων-προσφορών, η κατάργηση του περιορισμού επιβίβασης-αποβίβασης στο ίδιο ελληνικό λιμάνι για την κρουαζιέρα. Μία από τις προτάσεις αφορά στην κατάργηση της δυνατότητας καθορισμού των τιμών από τα υπουργεία, όπως για παράδειγμα στα κυλικεία σχολείων, πλοίων, λιμένων και αερολιμένων. Θα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να δούμε από ποια σημεία θα επιλέξουν να αρχίσουν την άρση των «εμποδίων» τα αρμόδια Υπουργεία.
ΓΑΛΑ
Σύμφωνα με τις επισημάνσεις του ΟΟΣΑ, η ελληνική νομοθεσία προβλέπει για δύο τύπους διαδικασιών παστερίωσης του γάλακτος. Ο πρώτος τύπος αφορά στην παστερίωση σε χαμηλές θερμοκρασίες, με την οποία η διάρκεια ζωής του προϊόντος στο ράφι ορίζεται με μέγιστο τις πέντε ημέρες και θεωρείται το προϊόν ως «φρέσκο» γάλα, οπότε και ο όρος «φρέσκο» αναγράφεται στη συσκευασία. Ο δεύτερος τύπος αφορά στη διαδικασία υψηλής παστερίωσης, σε υψηλότερες θερμοκρασίες, με τη διάρκεια ζωής στο ράφι να αφήνεται στην ευχέρεια του κατασκευαστή, ενώ δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη συσκευασία ο όρος «φρέσκο». Η περίπτωση της Ελλάδας είναι μοναδική στην ΕΕ για αυτό το νομοθετικό πλαίσιο, σε όλες τις υπόλοιπες χώρες χρησιμοποιείται μόνον ο όρος «παστεριωμένο» και η διάρκεια ζωής ορίζεται από τον κατασκευαστή. Παράλληλα, η έκθεση υποστηρίζει ότι το «φρέσκο» γάλα στην Ελλάδα είναι πιο ακριβό από ό,τι σε άλλες χώρες της ΕΕ –αν και η σύγκριση γίνεται με το πιο κοντινό στην Ελλάδα προϊόν, που έχει διάρκεια ζωής ως δέκα-έντεκα μέρες, η διαφορά στις τιμές είναι της τάξης του 34%. Ιταλία, Κύπρος, Ελβετία και Λουξεμβούργο είναι οι μόνες χώρες με ακριβότερες τιμές στο «φρέσκο» γάλα. Επίσης, επισημαίνεται ότι η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη «ψαλίδα», ανάμεσα στις τιμές παραγωγού (φάρμες) και ραφιού, της τάξης του 35%.
Η έκθεση αποκαλύπτει ακόμη ότι το παστεριωμένο γάλα, μακράς διάρκειας, είναι ακριβότερο από το φρέσκο, στα επώνυμα προϊόντα, ενώ οι διαφορές στα ιδιωτικής ετικέτας (φρέσκο και μακράς διάρκειας) είναι μικρότερες –πάλι, το μακράς διάρκειας είναι πιο ακριβό.
Οι συντάκτες της έρευνας υποστηρίζουν ότι η άρση του περιορισμού της διάρκειας πέντε ημερών –ουσιαστικά δηλαδή η πλήρης αλλαγή του ορισμού του «φρέσκου» γάλακτος- μπορεί να επιδράσει θετικά στις τιμές, καθώς θα απαλειφθεί το κόστος περίπου 5% που αφορά στις επιστροφές. Η μέση λιανική τιμή, γενικά, του «φρέσκου» γάλακτος έχει υπολογιστεί στα περίπου 1,15 ευρώ το λίτρο (επώνυμο και ιδιωτικής ετικέτας), η μέση τιμή για το επώνυμο μακράς διάρκειας είναι στα 1,47 ευρώ το λίτρο και του ιδιωτικής ετικέτας μακράς διάρκειας στα 0,87 ευρώ το λίτρο. Επίσης, επισημαίνεται ότι εξαιτίας του περιορισμού των πέντε ημερών, τα προϊόντα «φρέσκου» γάλακτος γίνονται από εγχώρια πρώτη ύλη, ενώ για τα μακράς διάρκειας χρησιμοποιείται εισαγόμενη πρώτη ύλη. Ακόμη, επισημαίνεται ότι τα επώνυμα μακράς διάρκειας επίσης χρησιμοποιούν εγχώρια πρώτη ύλη, ενώ τα ιδιωτικής ετικέτας σε αυτή την κατηγορία χρησιμοποιούν εισαγόμενη πρώτη ύλη.
Το ενδιαφέρον συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως ενώ κανονικά η εισαγόμενη ύλη θα έπρεπε να οδηγεί σε υψηλότερες τιμές, εξαιτίας του κόστους των μεταφορικών, συμβαίνει το αντίθετο –παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα, η διαφορά ανάμεσα στις τιμές παραγωγού (φάρμες) και στις τελικές τιμές είναι η μεγαλύτερη, που σημαίνει ότι οι υψηλότερες τιμές στο ράφι δεν οφείλονται σε ακριβή πρώτη ύλη.
ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ
Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, η άρση του περιορισμού των πέντε ημερών στη διάρκεια ζωής του «φρέσκου» γάλακτος θα δώσει τη δυνατότητα για περισσότερες εισαγωγές πιο φθηνής πρώτης ύλης. Αυτό, παράλληλα σημαίνει ότι οι εγχώριοι κτηνοτρόφοι-παραγωγοί πρώτης ύλης θα υποστούν ακόμη μεγαλύτερη πίεση ανταγωνισμού, αλλά ταυτόχρονα θα μπορέσουν (και θα πρέπει) να οργανωθούν διαφορετικά, σε επιχειρηματικά σχήματα, ώστε να στέλνουν τα προϊόντα τους σε πιο μεγάλες αγορές. Επίσης, προβάλλεται ως επιχείρημα ενίσχυσης του ανταγωνισμού ότι το παστεριωμένο γάλα (μεγαλύτερης διάρκειας) θα φτάνει στις πιο απομακρυσμένες περιοχές –κάτι που δεν είναι εφικτό τώρα, εξαιτίας της μικρής διάρκειας ζωής (5 μέρες) του «φρέσκου».
Το εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι πως η έκθεση επισημαίνει πως αυτή η άρση του περιορισμού μακροπρόθεσμα μπορεί να οδηγήσει σε υποχώρηση τιμών, ωστόσο τονίζεται πως στην περίπτωση του κλάδου του γάλακτος αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εγχώριες γαλακτοβιομηχανίες. Στην τελική, με μια συντηρητική εκτίμηση γίνεται λόγος για μια πιθανή μείωση τιμών της τάξης του 10% -εάν υπολογιστεί ότι το μέγεθος της ελληνικής αγοράς γάλακτος είναι της τάξης των 310 εκατ. ευρώ το χρόνο, τότε το όφελος θα είναι της τάξης περίπου των 33 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, εάν η αναγωγή γίνει στους μέσους όρους τιμών για κάθε λίτρο, τότε συζητάμε για μείωση περίπου των δέκα λεπτών, από τη στιγμή που η μέση τιμή για το επώνυμο φρέσκο γάλα βρίσκεται περίπου στο 1 ευρώ το λίτρο.
ΓΙΑΟΥΡΤΙ
Ενδιαφέρον είναι επίσης το... ενδιαφέρον που δείχνει ο ΟΟΣΑ για το γιαούρτι και τους περιορισμούς στη σύνθεσή του που επιβάλλει η ελληνική νομοθεσία. Στην ίδια κατηγορία... ενδιαφέροντος εμπίπτουν και οι ορισμοί (βάσει σύνθεσης) για το «ρυζόγαλο» και την «κρέμα». Η έκθεση επισημαίνει ότι για την παρασκευή γιαουρτιού –και να ονομάζεται το προϊόν έτσι- η ελληνική νομοθεσία ορίζει πως πρέπει να χρησιμοποιείται φρέσκο (raw) γάλα, ενώ δεν επιτρέπεται η χρήση πρωτεΐνης γάλακτος. Σε περίπτωση χρήσης άλλων συστατικών, το προϊόν χαρακτηρίζεται ως επιδόρπιο γιαουρτιού. Η ελληνική νομοθεσία είναι ακόμη πιο περιοριστική –υποστηρίζει η έκθεση του ΟΟΣΑ- στις περιπτώσεις του ρυζόγαλου και της κρέμας. Η έκθεση προτείνει την αλλαγή του Κώδικα Τροφίμων και Ποτών, με υπουργικές αποφάσεις, σύμφωνα με τις οποίες θα μπορεί να χρησιμοποιείται οποιοσδήποτε τύπος γάλακτος, καθώς και πρωτεΐνη γάλακτος –αντί μόνον φρέσκο γάλα και το προϊόν να συνεχίζει να χαρακτηρίζεται «γιαούρτι» ή «ρυζόγαλο». Παρά το γεγονός ότι γίνεται αναφορά πως με αυτή την εξέλιξη θα μπορέσει να υποστηριχθεί καλύτερα η μοναδικότητα του ελληνικού γιαουρτιού (greek yogurt), ενός προϊόντος παγκόσμιας εμβέλειας, αυτό σημαίνει ότι οποιοδήποτε προϊόν στην ελληνική –αλλά και τις ξένες αγορές- θα μπορεί να ονομάζεται «γιαούρτι».
ΨΩΜΙ
Η κύρια αλλαγή που ζητά η έκθεση του ΟΟΣΑ αφορά στην κατάργηση των προκαθορισμένων βαρών του ψωμιού και την εφαρμογή συστήματος πώλησης με το κιλό –στην πράξη, δηλαδή, το κάθε κομμάτι ψωμί θα πρέπει να ζυγίζεται και ο καταναλωτής να πληρώνει με βάση τιμή διαμορφούμενη με το κιλό. Το κύριο επιχείρημα της έκθεσης είναι πως με το ισχύον καθεστώς, οι καταναλωτές πληρώνουν υποτίθεται για μισόκιλο, ενώ εάν ζυγιστεί θα διαπιστωθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις είναι περίπου στα 400 γραμμάρια. Στη «φαρέτρα» του ΟΟΣΑ βρίσκεται ακόμη και η διαπίστωση ότι η τιμή του ψωμιού στην Ελλάδα ήταν κατά 15,3% υψηλότερες (το 2012) σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ – από τον Μάρτιο του 2013, σημειώθηκε μια υποχώρηση της τάξης του 1,5% τον Ιούλιο του 2013 στις τιμές ψωμιού και δημητριακών.
Ένα άλλο σημείο που αποτελεί «εμπόδιο» ανταγωνισμού, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, είναι η χρήση του όρου «αρτοποιείο» ή «φούρνος». Η έκθεση υποστηρίζει ότι οι καταναλωτές δεν καταλαβαίνουν τη διαφορά ούτε ανάμεσα στο φρέσκο και το κατεψυγμένο (από κατεψυγμένη έτοιμη ζύμη) ψωμί, αλλά ούτε τη διαφορά ανάμεσα σε ένα αρτοποιείο και σε ένα σημείο πώλησης ψωμιού (πρατήριο άρτου). Η πρόταση του ΟΟΣΑ κάνει λόγο για σαφή και ξεκάθαρο διαχωρισμό ανάμεσα στα σημεία πώλησης που έχουν εγκαταστάσεις παρασκευής άρτου και σε εκείνα που δεν έχουν, υποστηρίζοντας ότι ο όρος «φούρνος» (baker/bakery) θα πρέπει να μπορεί να χρησιμοποιείται από τα πρώτα. Ωστόσο, υποστηρίζει επιπλέον ότι θα πρέπει να καταργηθούν όλοι οι περιορισμοί αναφορικά με το ποια καταστήματα θα μπορούν να πωλούν ψωμί, επισημαίνοντας ότι θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα να πωλείται ψωμί ακόμη και από τα κρεοπωλεία, τα ιχθυοπωλεία, τα περίπτερα (kiosks), αλλά και τα παντοπωλεία.
ΛΙΑΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ
Ανάμεσα στους περιορισμούς που θα πρέπει να αρθούν, σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ, είναι και εκείνοι που αφορούν στη διενέργεια εκπτώσεων και προσφορών. Σύμφωνα με τον Οργανισμό, θα πρέπει να παραμένει στη διακριτική ευχέρεια των πωλητών λιανικής το πότε, σε τι ποσότητες και σε ποια είδη μπορούν να κάνουν εκπτώσεις και προσφορές –ανεξάρτητα από το εάν θα οριστεί ένα γενικό χρονικό σημείο διενέργειας εκπτώσεων ή όχι. Μάλιστα, υπολογίζεται ότι η άρση σε αυτόν τον περιορισμό θα επιφέρει αύξηση τζίρου της τάξης των 740 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Παράλληλα, ένα σημείο που τονίζεται από την έκθεση είναι η άρση του καθορισμού τιμών, αλλά και η άρση του περιορισμού διάθεσης μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων, συμπληρωμάτων διατροφής και βιταμινών από πολλαπλά σημεία πώλησης και όχι μόνον από τα φαρμακεία –ειδικά για τα τελευταία, η έκθεση προτείνει άρση του περιορισμού στον αριθμό αδειών που μπορεί να κατέχει κάθε επαγγελματίας, αλλά και να αρθεί ο περιορισμός ότι για να εκδοθεί άδεια φαρμακείου θα πρέπει υποχρεωτικά ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης να είναι φαρμακοποιός. Αντίθετα, προτείνεται να είναι υποχρεωτική απλώς η απασχόληση φαρμακοποιού, ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια των πολιτών.
ΚΥΡΙΑΚΕΣ
Η έκθεση του ΟΟΣΑ επιβεβαιώνει πλήρως τους φόβους των εκπροσώπων του ελληνικού εμπορίου, της ΕΣΕΕ, αναφορικά με την κυριακάτικη λειτουργία των καταστημάτων: με βάση την πρόσφατη νομοθεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης, ορίστηκε ότι όλα τα καταστήματα θα μπορούν να λειτουργούν για επτά Κυριακές τον χρόνο, ενώ περισσότερες Κυριακές, εφόσον έχει αποφασιστεί από τους οικείους αντιπεριφερειάρχες, μπορούν να λειτουργούν μόνον τα εμπορικά καταστήματα μέχρι 250 τ.μ. και όχι εμπορικά κέντρα, αλυσίδες και outlet. Η έκθεση του ΟΟΣΑ έρχεται και υποστηρίζει ότι ο συγκεκριμένος περιορισμός δεν επιτρέπει στην ελληνική οικονομία να δρέψει τα οφέλη, σε όρους τζίρου και απασχόλησης, από την κυριακάτικη λειτουργία όλων των καταστημάτων.
ΑΠΑΡΧΑΙΩΜΕΝΕΣ...
Ένα σημαντικό κομμάτι των παρεμβάσεων που προτείνει η έκθεση του ΟΟΣΑ αφορά σε διατάξεις και περιορισμούς από το πολύ μακρινό παρελθόν, που εξακολουθούν να ισχύουν –χωρίς λόγο. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το ότι σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, δεν μπορούν να διατίθενται στην εγχώρια αγορά μίγματα ελαίων (δηλαδή παρθένο ελαιόλαδο με παρθένο έλαιο άλλων φυτών) –ενώ οι ίδιοι παραγωγοί μπορούν να παράγουν και να πωλούν τέτοια μίγματα στο εξωτερικό. Επίσης, θεωρείται εξαιρετικά περίεργος ο περιορισμός στα μεγέθη συσκευασιών στην εισαγωγή μπαχαρικών, όπως το ότι οι συσκευασίες πιπεριού πάπρικας μπορούν να είναι μόνον μέχρι ενός κιλού. Ακόμη, οι απαιτήσεις από τα αρτοποιεία να διατηρούν αποθέματα σιτηρών, αλατιού και πετρελαίου και οι περιορισμοί στην εμφιάλωση μηλόξυδου θεωρούνται κατάλοιπα απαρχαιωμένης νομοθεσίας, που θα πρέπει να εξαλειφθούν.