ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ

«Εκκίνηση» με ελαιόλαδο και τσιπούρες

Δημοσίευση: 23 Νοε 2013 21:31 | Τελευταία ενημέρωση: 23 Σεπ 2015 13:03
 
michou@eleftheria.gr
 
Με αιχμή το ελληνικό έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, τα προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας, όπως τσιπούρα-λαβράκι, τα φρούτα, όπως το ροδάκινο, το σκραπ μετάλλου, αλλά και τις ναυλώσεις για μεταφορά φορτίων θα μπορούσε να λειτουργήσει το Ελληνικό Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων, στον Πειραιά. Στηρίζοντας τη σχετική πρόταση του Χρηματιστηρίου Αθηνών προς το Υπουργείο Οικονομικών, η διοίκηση του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα σχετική μελέτη, σε συνεργασία με πανεπιστημιακούς και ερευνητικά στελέχη του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ. Σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης, ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα στη λειτουργία του Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων είναι το ότι το ελληνικό ελαιόλαδο θα μπορεί να διακινείται με μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία, από τη βάση παραγωγής του –και όχι να εξάγεται ως χύμα προϊόν στη γειτονική Ιταλία. Παράλληλα, θα δίνεται η δυνατότητα στους παραγωγούς να διαπραγματεύονται με τους αγοραστές τους χωρίς μεσάζοντες.
Το Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων του Πειραιά είναι το πρώτο Ελληνικό Χρηματιστήριο που ιδρύθηκε (στις 9 Φεβρουαρίου 1875) καθώς προηγήθηκε κατά ένα έτος του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Η ιδέα της δημιουργίας του κυοφορήθηκε αρχικά στην Ερμούπολη της Σύρου, που εκείνη την εποχή ήταν η πρώτη εμπορική και ναυτιλιακή πόλη της Ελλάδος, μέχρι που άρχισε να παρακμάζει. Στη δύση του 19ου αιώνα, το Δημοτικό Συμβούλιο του Πειραιά ενέκρινε πρόταση του δημάρχου, Τρύφωνα Μουτζόπουλου για την ίδρυση Χρηματιστηρίου. Ο τότε δήμαρχος θεωρούσε ότι ήταν ανεπίτρεπτο να παραμένει χωρίς χρηματιστήριο το σπουδαιότερο εμπορικό κέντρο της χώρας, έφθασε μάλιστα να χτίσει χρηματιστηριακό μέγαρο πριν καν ιδρυθεί το πρώτο ελληνικό Χρηματιστήριο. Το 1869, η απόφαση του Δήμου Πειραιά εγκρίθηκε με Βασιλικό Διάταγμα και 6 χρόνια μετά ιδρύθηκε με νόμο το Πειραϊκό Χρηματιστήριο το οποίο στεγάστηκε στο ιστορικό «Ρολόι» του Πειραιά. Σήμερα, το Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων και Ναυτιλιακών Αξιών Πειραιώς βρίσκεται σε τροχιά αναβίωσης, μετά τη σχετική εισήγηση του Χρηματιστηρίου Αθηνών στο Υπουργείο Οικονομικών και την υποστήριξη τόσο του ΕΒΕΠ, όσο και της ΕΣΕΕ.
Να σημειωθεί ότι η έρευνα έγινε για λογαριασμό του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά, με υπεύθυνο τον αναπληρωτή καθηγητή Χρήστο Αλεξάκη, στο Τμήμα Οικονομικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Πειραιώς και ομάδα εργασίας τους Φαβιανό Σκλάβο και Κώστα Γαλανάκη, ενώ υποστηρίχθηκε και από στελέχη του Ινστιτούτου Μελετών-Ερευνών της ΕΣΕΕ. Σύμφωνα με τους μελετητές, σε αρχικό επίπεδο προτείνεται να διερευνηθεί ένας αριθμός αγαθών προς διαπραγμάτευση όπως αγροτικά προϊόντα (κυρίως φρούτα όπως ροδάκινα, πορτοκάλια και λαχανικά όπως ντομάτες και πατάτες), το λάδι, τα ψάρια ιχθυοκαλλιεργειών, το scrap μετάλλου, και οι ναυλώσεις για μεταφορά φορτίων. Η έρευνα κάνει ειδική αναφορά στις δυνατότητες δημιουργίας συμβολαίων προς διαπραγμάτευση σε δύο κατηγορίες προϊόντων, στο ελαιόλαδο και τα ψάρια ιχθυοκαλλιεργειών (τσιπούρα-λαβράκι). Αρχική εκτίμηση είναι ότι τα δύο αυτά προϊόντα, παρά τις αδυναμίες που παρουσιάζουν, κυρίως σε κλαδικό επίπεδο, έχουν τα εχέγγυα για να πετύχουν ως αγαθά διαπραγμάτευσης στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων. Αυτό συμβαίνει διότι υπάρχει κρίσιμος όγκος παραγωγής, έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό σε ποσοστό άνω του 80%, υπάρχει δυνάμει δίκτυο αποθήκευσης και μεταφοράς το οποίο μπορεί να προσαρμοσθεί στις συμβολαιακές απαιτήσεις του Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων και δεν αποκλείεται η αρχική βούληση για συνεργασία των παραγωγών των προϊόντων αυτών. Ακόμα, αναμένεται οι κλάδοι των προϊόντων αυτών να ωφεληθούν σε όρους τιμολόγησης και εμπορικότητας. Ιδιαίτερα για το ελαιόλαδο, επισημαίνεται ότι παρόλο που υφίσταται Χρηματιστήριο Ελαιολάδου στην Ισπανία συνεχίζει να υπάρχει έδαφος για τη δημιουργία νέων προϊόντων επ΄ αυτού του προϊόντος με βάση την αναβαθμισμένη ποιότητα ή/και στη λογική των μικρότερων όγκου συμβολαίων (mini contracts). Τα είδη του ελαιολάδου που προτείνεται να μπουν αρχικά στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων είναι το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο, με τις κατηγορίες ΠΟΠ και ΠΓΕ. Κι αυτό γιατί είναι τα προϊόντα που θα πάρουν υπεραξία από την διαπραγμάτευσή τους.
ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ
Ως προς την παραγωγική δυνατότητα στην Ελλάδα και στη Λεκάνη της Μεσογείου, σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου, η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση σε παγκόσμια κλίμακα με 310.000 τόνους το 2011/12, παρουσιάζοντας μια αύξηση της τάξης του 3,3%. Όσον αφορά στην τρέχουσα χρονιά 2012/13, οι εκτιμήσεις του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου, αναφέρουν ότι η παραγωγή θα κυμανθεί αυξημένη κατά 22%. Στη Λεκάνη της Μεσογείου πρώτη σε παραγωγή είναι η Ισπανία με 1.614.300 τόνους το 2011/12, ενώ η Ιταλία για την ίδια χρονιά είχε 450.000 τόνους. Οι δύο χώρες μαζί με την Ελλάδα κατέχουν το 97% της παραγωγής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ σε παγκόσμια κλίμακα το ποσοστό τους ξεπερνά το 70%. Το ελληνικό ελαιόλαδο υπερέχει σε όρους ποιότητας, αφού τα τρία τέταρτα της ελληνικής παραγωγής είναι εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, έναντι 45% της ιταλικής και 30% της ισπανικής. Ο κύριος όγκος των ελληνικών εξαγωγών ελαιολάδου κατευθύνεται προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (80%) με μέση αξία 2,371 ευρώ/κιλό - το 60% των ελληνικών εξαγωγών είναι σε χύμα μορφή στην Ιταλία. Η Ελλάδα εξάγει σχεδόν το 50% του ελαιολάδου που παράγει, ενώ το 75% ων συνολικών εξαγωγών ελαιολάδου από την Ελλάδα έχει προορισμό στην Ιταλία. Η Ιταλία εισάγει από την Ελλάδα το 37,5% της συνολικής ποσότητας ελαιολάδου που παράγεται στην Ελλάδα. Η πρακτική της εξαγωγής του ελληνικού ελαιολάδου, σε χύμα μορφή, έχει τα εξής αποτελέσματα: το 39% της συνολικής ποσότητας των εισαγωγών ελαιολάδου στην Κίνα προέρχεται από την Ιταλία -και μόνο το 7% από την Ελλάδα. Επίσης, το 53,5% της συνολικής ποσότητας των εισαγωγών ελαιολάδου στις Η.Π.Α. προέρχεται από την Ιταλία -και μόνο το 1,5% από την Ελλάδα. Τέλος, το 62% της συνολικής ποσότητας των εισαγωγών ελαιολάδου στην Ρωσία προέρχεται από την Ισπανία, το 25% από την Ιταλία -και μόνο το 6% από την Ελλάδα.
 
ΤΣΙΠΟΥΡΕΣ-ΛΑΒΡΑΚΙΑ
Οι ιχθυοκαλλιέργειες αποτελούν έναν ταχέως αναπτυσσόμενο κλάδο της ελληνικής οικονομίας, ωθούμενο από τη σημαντική αύξηση τα τελευταία χρόνια της κατανάλωσης προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας διεθνώς. Συγκεκριμένα, οι Έλληνες παραγωγοί - με έντονα εξαγωγικό προσανατολισμό - εκμεταλλεύονται τα ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα στην εκτροφή τσιπούρας και λαβρακίου. Σε αυτό το σημαντικό υποκλάδο, η ελληνική παραγωγή καλύπτει σχεδόν το 50% της διεθνούς αγοράς, ενώ παράλληλα αποτελεί σημαντικό εξαγωγικό αγαθό του πρωτογενούς τομέα (με τις εξαγωγές να ξεπερνούν τα 3/4 της ελληνικής παραγωγής και να καλύπτουν το 12% των εξαγωγών πρωτογενούς παραγωγής το 2008). Η ζήτηση για τσιπούρα και λαβράκι σημείωσε μέση ετήσια αύξηση 11% την τελευταία δεκαετία, η οποία προέκυψε αφενός από την αύξηση στο διαθέσιμο εισόδημα των βασικών αγορών (περίπου κατά το 1/4) και αφετέρου λόγω αύξησης των τιμών ανταγωνιστικών προϊόντων (κατά τα υπόλοιπα 3/4).
Στη χώρα μας βρίσκονται εγκατεστημένες περισσότερες από 200 μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας και 25 σταθμοί παραγωγής γόνου, ενώ συνολικά απασχολούνται σε αυτήν 10.000 άτομα και παράγονται πάνω από 120.000 τόνοι ιχθύων. Η Τουρκία παράγει 90.000 τόνους (φέτος αναμένεται να παράγει 120.000 τόνους και αυτή) η Ισπανία που βρίσκεται στην τρίτη θέση παράγει 39.000 τόνους ετησίως. Αυτή τη στιγμή η τσιπούρα και το λαβράκι αποτελούν το σημαντικότερο αγροτικό εξαγωγικό μας προϊόν, έχοντας εκτοπίσει από την πρώτη θέση ακόμα και το ελαιόλαδο.
Η ελληνική θαλασσοκαλλιέργεια έχει ιδιαίτερα εξωστρεφή χαρακτήρα με το 85% της συνολικής παραγωγής της να εξάγεται κάθε χρόνο σε Ευρώπη, Βόρεια Αμερική και Ρωσία. Πρώτη χώρα σε κατανάλωση ελληνικών ψαριών είναι η Ιταλία, στην αγορά της οποίας τα ελληνικά ψαριά ιχθυοκαλλιέργειας καλύπτουν το 44% της ζήτησης, ακολουθεί η Ισπανία με 30% της ζήτησης, η Γαλλία με 58% της ζήτησης, ενώ σημαντική είναι η παρουσία στη Ρωσία με το ποσοστό να φτάνει το 63% της ζήτησης και τις ΗΠΑ με 88% της ζήτησης σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλλασοκαλλιεργητών.
Τέσσερις μεγάλες εταιρίες αντιπροσωπεύουν πάνω από το 65% των εσόδων της βιομηχανίας. Πέντε επιχειρήσεις είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών: Νηρεύς, Selonda, Dias, Ελληνικές Ιχθυοκαλλιέργειες & Γαλαξίδι. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου, ως επί το πλείστον, ασχολούνται μόνο με την πάχυνση ιχθύων. Διακινούν τα προϊόντα τους είτε απευθείας στις ιχθυόσκαλες, είτε μέσω χονδρεμπόρων, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις τα πωλούν στις μεγάλες εταιρίες του κλάδου. Τα προϊόντα που εξάγονται είναι κυρίως χύμα ή σε ελαφρώς επεξεργασμένη μορφή.
Ο ανταγωνισμός γίνεται σε μεγάλο βαθμό σε επίπεδο κόστους, καθώς το προϊόν δεν είναι διαφοροποιημένο (ή branded). Το υψηλό μερίδιο των πρώτων υλών στο κόστος καθιστά ευάλωτο τον κλάδο σε αλλαγές των διεθνών τιμών πρώτων υλών (κυρίως ιχθυάλευρων και σόγιας). Οι περιβαλλοντικές συνέπειες από τη δραστηριότητα του κλάδου θέτουν θεσμικούς περιορισμούς ως προς την αδειοδότηση και τη χωροταξική διάρθρωση των εγκαταστάσεων. Κύριος στόχος μέσω ανταγωνισμού των εταιριών είναι η ποσότητα παραγωγής (όγκος πωλήσεων). Μειώνοντας την παραγωγή (και διακρατώντας αποθέματα) αντιμετωπίζονται οι πτωτικές πιέσεις στις τιμές, ενώ η πώληση των αποθεμάτων και της νέας παραγωγής παράλληλα, παρατείνεται μέχρι να ανακάμψει η ζήτηση. Η αυξημένη διακράτηση αποθεμάτων προκαλεί παράλληλη επιβάρυνση στο λειτουργικό κόστος των εταιριών. Παρά τις αναμφισβήτητα ευνοϊκές μακροοικονομικές συνθήκες, ο κλάδος είναι αντιμέτωπος με μια σειρά διαρθρωτικών προκλήσεων και συγκυριακών δυσχερειών, οι οποίες αποτυπώνονται στη χρηματοοικονομική εικόνα των εταιριών. Η λειτουργία των εταιριών χαρακτηρίζεται από μεγάλο κύκλο παραγωγής (16-22 μήνες) και συνεπώς σημαντικές ανάγκες κεφαλαίου κίνησης, περιορισμένο χρόνο κατανάλωσης του τελικού προϊόντος (μέχρι 12 ημέρες), κυριαρχία των supermarkets και έλλειψη διαφοροποίησης του προϊόντος – επιδράσεις που δρουν συσταλτικά στα περιθώρια κέρδους. Επιπρόσθετα οι συνθήκες υπερπροσφοράς της προηγούμενης διετίας, σε συνδυασμό με τη διεθνή κρίση, οδήγησαν σε κατακόρυφη πτώση τιμών, αναγκάζοντας τις εταιρίες του κλάδου να διατηρούν υπέρογκα βιολογικά αποθέματα, επιβαρύνοντας το λειτουργικό τους κόστος.
Οι προοπτικές είναι μακροπρόθεσμα θετικές, καθώς η ζήτηση εκτιμάται ότι θα αυξηθεί από 50% ως και 100% μέχρι το 2020 . Κύριοι λόγοι στους οποίους βασίζονται οι θετικές αυτές προβλέψεις είναι η μείωση των αλιευμάτων, λόγω ρυθμιστικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, η αυξανόμενη τάση για υγιεινή διατροφή, διείσδυση σε νέες αγορές του εξωτερικού, η ανάπτυξη καλλιέργειας νέων ειδών.
Η εκμετάλλευση των προοπτικών από τις ελληνικές εταιρίες του κλάδου προϋποθέτει αναβάθμιση των μονάδων, ανάπτυξη προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας και βελτίωση/επέκταση του δικτύου πωλήσεων, η οποία δύναται να προέλθει και από τη διαπραγμάτευση του αγαθού μέσω του Χρηματιστήριου Εμπορευμάτων.
ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ
Σύμφωνα με τους ερευνητές, αλλά και τους φορείς που υποστηρίζουν τη δημιουργία του φορέα, το Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων, σε πρώτο επίπεδο μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο διαχείρισης και αντιστάθμισης κινδύνου, τόσο για τους παραγωγούς-πωλητές των αγαθών όσο και για τους αγοραστές. Οι πρώτοι πλέον μπορούν να προστατεύονται από την αβεβαιότητα της τιμής πώλησης του προϊόντος τους στο μέλλον ενώ οι δεύτεροι μπορούν να διασφαλίσουν εκ των προτέρων την τιμή αγοράς εμπορευμάτων και πρώτων υλών. Σε δεύτερο επίπεδο, απαλείφονται οι μεσάζοντες, μιας και ο παραγωγός μπορεί να πουλά απευθείας στον τελικό αγοραστή – μεταπράτη.
Επιπρόσθετα, αυξάνεται η δυνατότητα χρηματοδότησης των παραγωγών γεωργικών προϊόντων (υπό διαπραγμάτευση) διότι η ποσότητα και η ποιότητά του αγαθού την οποία διαθέτει ένας παραγωγός είναι ελεγμένη, το αγαθό είναι αποθηκευμένο με τον προσήκοντα τρόπο και είναι ασφαλισμένο έναντι κινδύνων. Όλα αυτά αντικατοπτρίζονται σε ένα συμβόλαιο το οποίο διαπραγματεύεται σε μία οργανωμένη αγορά. Κατά συνέπεια οι τράπεζες είναι διαθέσιμες να χρηματοδοτήσουν τους παραγωγούς έναντι τέτοιων συμβολαίων (repos) και αυτοί με τη σειρά τους μπορούν να διασφαλίσουν την ομαλή χρηματοδότηση της παραγωγής της επόμενης εποχής. Να σημειωθεί ότι ο κλάδος της γεωργίας αντιμετωπίζεται από τις τράπεζες κατά πάγια τακτική ως είναι ιδιαίτερα υψηλού κινδύνου και παράλληλα χαμηλού κέρδους. Επίσης, καταπολεμάται η φοροδιαφυγή, καθώς όλα τα προϊόντα εμπορεύονται σύμφωνα με τον φορολογικό κώδικα και τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων της χώρας. Όλες οι συναλλαγές είναι διαθέσιμες στις φορολογικές αρχές αλλά και σε κάθε εξωτερικό χρήστη. Τέλος, δίδεται η δυνατότητα πρόσβασης στη διεθνή αγορά ακόμη και μικρών παραγωγών, οι οποίοι συνήθως παράγουν ποιοτικά προϊόντα, αλλά ο μικρός όγκος παραγωγής του, καταλήγει να λειτουργεί εις βάρος τους στη διαμόρφωση της τιμής και την εύρεση αγοραστών. Ως πλεονέκτημα παρουσιάζεται και το ότι η χώρα υποδοχής του Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων δύναται να λειτουργήσει και ως διαμετακομιστικό κέντρο των διαπραγματευόμενων σε αυτό αγαθών, αυξάνοντας τον τζίρο των εταιριών του κλάδου logistics και μεταφορών.
Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

SYNERGEIO
ΛΙΟΠΡΑΣΙΤΗΣ

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass