Κρίσιμη παραμένει η κατάσταση στην ελληνική οικονομία, μολονότι εμφανίζει σημάδια σταθεροποίησης, σημειώνει στην τριμηνιαία έκθεση που συντάσσει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής. Το κυριότερο ερώτημα, σύμφωνα με τον φορέα, είναι εάν το θετικό αποτέλεσμα που έχει επιτευχθεί είναι διατηρήσιμο, με δεδομένη την αύξηση της ύφεσης, την πρωτόγνωρη ανεργία, αλλά και την επιδείνωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ.
Από δημοσιονομικής πλευράς, σύμφωνα με την 55σέλιδη έκθεση, η οποία αφορά την περίοδο Ιουλίου - Σεπτεμβρίου 2013, θα καταγραφεί «ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα» φέτος, το οποίο ωστόσο δεν πρέπει να υποτιμηθεί, καθώς τούτο επετεύχθη με «μεγάλο οικομνομικό και κοινωνικό κόστος» και «θα συμβάλει στις δύσκολες διαπραγματεύσεις κυρίως με τους εταίρους στην Ευρωζώνη, το ESM και την ΕΚΤ».
Ειδικότερα, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, «σε επίπεδο πραγματικής οικονομίας (ήτοι παραγωγής και απασχόλησης) η κατάσταση είναι κρίσιμη τριάμισι χρόνια μετά την έναρξη των προγραμμάτων προσαρμογής και απειλεί ό,τι επιτεύχθηκε με τη δημοσιονομική διαχείριση [....] Ωστόσο, υπάρχουν σημάδια οικονομικής σταθεροποίησης. Οι αρνητικοί ρυθμοί μεγέθυνσης μειώθηκαν. Διάφορες προβλέψεις δείχνουν ότι το 2014 θα υπάρξει έστω μικρή άνοδος του ΑΕΠ αν και υπάρχουν πιο απαισιόδοξες προβλέψεις για περαιτέρω πτώση του ΑΕΠ».
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, «ορισμένα ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια προχωρούν (Cosco, Philip Morris, υδροπλάνα κ.α.), τα μεγάλα έργα φαίνεται ότι βρίσκονται στα πρόθυρα της επανεκκίνησης, μερικές ιδιωτικοποιήσεις θα απαλλάξουν το κράτος από μελλοντικά βάρη, ο αγωγός φυσικού αερίου ΤΑP δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερες δυσκολίες, ο τουρισμός πήγε καλά και όλα δείχνουν ότι στο τέλος του χρόνου η χώρα θα πετύχει πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών».
Επίσης, «ενθαρρυντικά μηνύματα ότι οι συναινέσεις είναι δυνατές εκπέμπουν οι συγκλίσεις κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης σε θέματα οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Τέτοια ζητήματα είναι π.χ. η παραμονή της χώρας στη Ζώνη του Ευρώ, η αναδιάρθρωση του χρέους και η αναθεώρηση του προγράμματος προσαρμογής. Εν τούτοις, η επιστροφή στην ανάπτυξη δεν έχει διασφαλισθεί. Ο κίνδυνος πολιτικής αστάθειας δεν έχει εξαλειφθεί. Οι αντιδράσεις σε κάθε μεταρρυθμιστικό μέτρο είναι μεγάλες καθώς ατομικά και συλλογικά συμφέροντα ανθίστανται είτε επειδή εμμένουν στη διατήρηση των παλαιών προνομίων είτε επειδή δεν έχουν πεισθεί για τη τελική έκβαση της τρέχουσας μεταρρυθμιστικής προσπάθειας».
Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία δημοσιονομικής προσαρμογής σημειώνεται ότι «παρά τις καθυστερήσεις και τα ελαττώματα που εμφάνισε, υπηρέτησε τον σκοπό να ξεπεράσει η χώρα μια από τις ασθένειες που την οδήγησαν στη δημοσιονομική κρίση του 2010: Σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις, το 2013 τα έσοδα θα καλύψουν τις δαπάνες του κράτους αφήνοντας ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα.
Η δημοσιονομική προσαρμογή που συντελέσθηκε είναι μεγάλη (αν και για πολλούς υπερβολική, ή έγινε με λάθος τρόπο). Το πρωτογενές έλλειμμα του 15,6% του ΑΕΠ (2010) μπορεί να γίνει μικρό πλεόνασμα φέτος (2013), όπως εκτιμάται. Παρά το μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, το αποτέλεσμα δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Θα συμβάλει στις δύσκολες διαπραγματεύσεις, κυρίως με τους εταίρους στην Ευρωζώνη, το ESM και την ΕΚΤ. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν αυτή η πρόοδος είναι "διατηρήσιμη", δεδομένου ότι η ύφεση ήταν πολύ μεγάλη, η ανεργία ξεπέρασε κάθε προηγούμενο και ο λόγος χρέους / ΑΕΠ επιδεινώθηκε σε σχέση με το 2010», σημειώνεται μεταξύ άλλων στην ίδια έκθεση.